Ορθογραφικές Επισημάνσεις Συντ/κές, Ετυμ/κές,, Γραμ/κές 
  Ανθηση - άνθιση
Και οι δυο γραφές είναι ορθές: η άνθησις (> άνθηση) είναι λόγια και μεταγενέστερη λέξη (απαντά για πρώτη φορά στον Θεόφραστο: 4ος – 3ος αι. π.Χ.). Παράγεται από το ρήμα ανθέω, -ώ της αρχαίας, γι’αυτό και γράφεται με -η- (όπως, π.χ., η ποίησις από το ποιέω, -ώ). Η άνθιση είναι νεότερη γραφή αντί του άνθηση, όταν, σε νεότερους χρόνους, το ρ. ανθίζω άρχισε να επικρατεί αντί του ανθώ στην κυριολεκτική του σημασία «βγάζω άνθη».
Αφτί - αυτί
Το νεοελληνικό αφτί προέρχεται από τον τύπο τα ωτία (πληθυντικός του ωτίον, υποκοριστικού του ουσ. το ους = το αφτί). Τα ωτία έγιναν στην συμπροφορά [tautia] /ταουτία (το ω τράπηκε σε ημίφωνο [u] /ου), τύπος ο οποίος στη συνέχεια εξελίχθηκε φωνητικά σε [taftia] /ταφτία, και αυτός σε τ’ αφτιά (με ανασυλλαβισμό και μετακίνηση του τόνου), απ’ όπου σχηματίστηκε ο ενικός τ’ αφτί. Η σωστή του γραφή του επομένως είναι αφτί και όχι αυτί. (βλ. Γ. Χατζιδάκη, Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά, τόμος Β΄, σ.322, Ν.Π.Ανδριώτη, Ετυμολογικό Λεγικό της Κοινής Νεοελληνικής, στο λήμμα αφτί, Γ.Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, στο λήμμα αφτί).
Αβγό - αυγό
Από τη συνεκφορά τά ωά (πληθ. του αρχ. ωόν ) > ταωγά (με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμωδίας) > tauγa (τροπή του φθόγγου [o], μεταξύ δύο α, σε ημίφωνο [u] για αποφυγή της χασμωδίας) > μεσαιων. [t-avγa] (τροπή του ημιφ. σε [v] πριν από ηχηρό σύμφωνο και ανασυλλαβισμός) > τ’ αβγά > αβγό. Η σωστή του γραφή του επομένως είναι αβγό και όχι αυγό. (βλ. Γ. Χατζιδάκη, Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά, τόμος Β΄, σ.322, Ν.Π.Ανδριώτη, Ετυμολογικό Λεγικό της Κοινής Νεοελληνικής, στο λήμμα αβγό, Γ.Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, στο λήμμα αβγό).
Χειρουργός - Χειρούργος
Οι λέξεις της Νέας Ελληνικής σε –ουργος (δηλ. οι σύνθετες με δεύτερο συνθετικό το ουσ. έργον) τονίζονται στη λήγουσα: δημιουργός, λειτουργός, ξυλουργός, λεπτουργός, υπουργός κ.τ.ο. Επομένως και χειρουργός – η οποία, σημειωτέον, είναι λέξη της αρχαίας (< χείρ + έργω/εργον) και αρχικά είχε τη, διαφανή ετυμολογικά, σημασία: ο εργαζόμενος, ο πράττων, ο εκτελών τι διά των χειρών, ο εξασκών χειρωνακτικόν τι επάγγελμα. Εξαιρούνται – και παροξύνονται – τα κακόσημα κακούργος, πανούργος & ραδιούργος (για το τελευταίο, μάλιστα, παλαιότερα έχει προταθεί, ως ορθότερος, ο τονισμός στη λήγουσα).
Στύλος – Στήλη
Στύλοι (και όχι στήλες < στήλαι) Ολυμπίου Διός. Η λέξη στήλη (πληθ. στήλαι και στη ν.ε. στήλες) χρησιμοποιείται κυρίως για λίθινες κατασκευές, που χρησίμευαν για την αναγραφή νόμων, ψηφισμάτων, για επιτύμβιες επιγραφές κ.τ.ο. Αντίθετα, για κιονοστοιχίες (όπως αυτή του ναού του Ολυμπίου Διός) χρησιμοποιείται η λέξη στύλος (< στύλος = κίονας, κολόνα, πληθ. στύλοι).
Εταιρεία - Eταιρία
Στην αρχαία ελληνική υπάρχουν και οι δυο λέξεις (εταιρεία και εταιρία), αλλά οι αρχαίοι γραμματικοί τις διακρίνουν μεταξύ τους. Εταιρία είναι η φιλία (αντίθ. της λ. έχθρα), ενώ εταιρεία (θηλ. του επιθ. εταιρείος < εταίρος = σύντροφος) η οικειότης με ένα ή πολλούς φίλους, συντρόφους ή συντεχνίτες. Οπωσδήποτε, και λόγω της σημασιολογικής συγγένειας και εξαιτίας προβλημάτων που συνδέονται με τη γραπτή παράδοση των αρχαίων κειμένων, οι δυο λέξεις συχνά συγχέονται και αλληλοκαλύπτονται. Η νεοελληνική εταιρεία αποτελεί απόγονο της αρχαίας εταιρείας (= συνεταιρισμός, σύλλογος, σύνδεσμος, αδελφότητα), γεγονός που υποδεικνύει την ορθή γραφή της λέξης.
Γενέθλια - Γεννέθλια
Λέξη της αρχαίας ελληνικής: τα γενέθλια = εορτή επί τη γεννήσει τινός, η κατ’ έτος εορτή του γεννηθέντος. Ετυμολογείται από το αρχαίο επίθετο γενέθλιος (= ο ανήκων ή ο έχων σχέση με την γέννησιν ή το γένος τινός) < η γενέθλη (= γέννηση, αρχή, προέλευση, καταγωγή). Η εσφαλμένη γραφή γεννέθλια οφείλεται προφανώς σε σύγχυση με τη λέξη γέννηση (< γέννησις < γεννώ).
Αίσθημα / συναίσθημα
Οι λέξεις, που συχνά συγχέονται, έχουν διαφορετική σημασία. Το αίσθημα (αρχ. αίσθημα = η αντίληψη ή κατανόηση κάποιου πράγματος) εδράζεται ή ορμάται από τις αισθήσεις. Αισθήματα, λοιπόν, είναι οι εντυπώσεις που δημιουργούνται από τον ερεθισμό των αισθητηρίων οργάνων και, κατ’ επέκταση, οι ψυχικές καταστάσεις που δημιουργούνται από εξωτερικό ερέθισμα. Συναίσθημα είναι, κυρίως, η ψυχική διέγερση, η ψυχική κατάσταση που συνοδεύεται από ανάλογη διάθεση (π.χ. συναίσθημα χαράς, λύπης, οργής, μίσους, τρόμου κ.τ.ο., το συναίσθημα της ευτυχίας, της ευχαρίστησης, της δυσαρέσκειας, της ικανοποίησης, της απογοήτευσης κ.τ.ο.). Ωστόσο, η λέξη αίσθημα χρησιμοποιείται συχνά καταχρηστικά αντί της λέξης συναίσθημα, για να δηλώσει την ψυχολογική στάση μας απέναντι σε κάποιον ή κάτι (π.χ. τον υποδέχτηκε με ανάμικτα αισθήματα).
Βρόγχος – βρόχος
Βρόγχοι είναι οι αεραγωγοί σωλήνες του αναπνευστικού συστήματος, οι διακλαδώσεις της τραχείας, που εκτείνονται μέσα στους πνεύμονες (ιατρικός όρος). Βρογχίτιδα είναι η ασθένεια των βρόγχων. Βρόχος είναι η θηλιά (της κρεμάλας) και, μεταφορικά, οτιδήποτε προκαλεί ασφυκτική πίεση.
Αναζωπύρωση – αναζωπύρηση
Σημασία: αναθέρμανση, αναζωογόνηση, ανάκτηση νέων δυνάμεων, ενίσχυση. Και οι δυο τύποι είναι ορθοί. Η αναζωπύρηση είναι λέξη της αρχαίας (αναζωπύρησις, -εως), παράγωγη του ρήματος αναζωπυρέω, -ώ (= αναζωογονώ, αναρριπίζω < ανά + ζωπυρώ < ζώπυρον = σπινθήρ, τεμάχιον ανημμένου άνθρακος). Η αναζωπύρωση είναι μεταγενέστερη λέξη (μεσαιωνική), που ετυμολογείται από τον μεταπλασμένο τύπο αναζωπυρόω, -ώ, που εξελίχθηκε σε αναζωπυρώνω.
Η ύπαιθρος – το ύπαιθρο
Οι λέξεις, που φαίνονται συνώνυμες, έχουν παραπλήσια αλλά διαφορετική χρήση και σημασία. Ύπαιθρο (το) είναι το αντίθετο του κλειστού χώρου (= ανοιχτός χώρος, όχι στεγασμένος). Η λέξη αποτελεί ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου της αρχαίας ύπαιθρος, -ον (= υπαίθριος = ο εν υπαίθρω, υπό τον ελεύθερον ουρανόν, ουχί υπό στέγην). Η ύπαιθρος (λέξη της αρχαίας = η αναπεπταμένη χώρα, οι αγροί, τα έξω της πόλεως/ κατά παράλειψη της λέξης χώρα η γη) είναι το αντίθετο της πόλης, επομένως η εξοχή, οι αγροί και τα χωριά. Πρόκειται για σύνθετο επίθετο της αρχαίας: υπό + αίθρη/ αίθρα η αιθήρ (= καθαρός ουρανός).
Αντιπροσωπία - αντιπροσωπεία
Η λέξη αντιπροσωπία μαρτυρείται από το 1825 και αποτελεί παράγωγο του αρχαίου επιθέτου αντιπρόσωπος (< αντί + πρόσωπον). Η γραφή αντιπροσωπεία θα ήταν ορθή, αν η λέξη προερχόταν από το ρήμα αντιπροσωπεύω, το οποίο όμως είναι μεταγενέστερο.
Φυσιοθεραπεία - φυσικοθεραπεία
Ο ορθός τύπος είναι φυσικοθεραπεία (< φυσικός + θεραπεία). Το λεκτικό πρόθεμα φυσιο- χρησιμοποιείται σε σύνθετες λέξεις για να δηλώσει κάτι που συνδέεται με ή έχει ως αντικείμενο τη φύση/ το φυσικό κόσμο/ τις φυσικές λειτουργίες (πβ. φυσιογνώστης, φυσιολογία κ.τ.ο.). Προφανώς ο όρος φυσιοθεραπεία επικράτησε αντί του ορθού φυσικοθεραπεία ως απόδοση στην ελληνική αντίστοιχων ξένων όρων (βλ. γαλλ. physiotherapie).
Έμετος - εμετός
Το ορθό είναι έμετος (με τον τόνο στην προπαραλήγουσα), λέξη αρχαία που παράγεται από το ρήμα εμέω, -ώ (= ξερνώ). Η νεότερη λέξη, βέβαια, εμετός επικράτησε και χρησιμοποιείται ευρύτατα, προφανώς κατ’ αναλογία προς τα πολλά ονόματα της Νέας Ελληνικής που λήγουν σε -τός.
Εριστικός – ερειστικός
Ομόηχες λέξεις. Η πρώτη ετυμολογείται από το ρήμα ερίζω (= μπλέκομαι σε έριδες, σε φιλονικίες, τσακώνομαι) και σημαίνει «καυγατζής», «αυτός που έχει την τάση να έρχεται σε προστριβές, να μπλέκεται σε καυγάδες». Το επίθετο ερειστικός ετυμολογείται από το ρήμα ερείδομαι (=στηρίζομαι), από το οποίο και το έρεισμα (= το στήριγμα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά). Ερειστικός, λοιπόν, είναι ο ερεισματικός, αυτός που χρησιμεύει ως έρεισμα, ο υποστηρικτικός. Η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως ως τεχνικός όρος: ερειστικό σύστημα, ερειστικός ιστός.
Γιγάντειος - γιγάντιος
Επίθετο της αρχαίας ελληνικής, που σχηματίστηκε από το ουσ. Γίγας (όνομα αρχαίων μυθικών όντων). Έτσι, η ορθή γραφή είναι με -ει- (γιγάντειος), όπως όλα τα επίθετα σε –ειος που σχηματίζονται από ονόματα προσώπων (πβλ. τα επίθετα στις φράσεις Πυθαγόρειο θεώρημα, Επικούρεια φιλοσοφία κ.τ.ο.).
Σατιρικός - Σατυρικός
Οι λέξεις σάτιρα, σατιρικός και σατιρίζω ανήκουν στην ίδια οικογένεια: έχουν λατινική προέλευση και συνδέονται με τα λατινικά satira ή satura (= είδος ποικίλου καί πολυμίκτου ποιήματος, παλαιότερα δραματικού, μετέπειτα καί κυρίως σκωπτικού ή χλευαστικού χαρακτήρα) < επίθ. satur (= πλήρης, κορεσμένος). Αντίθετα, το επίθετο σατυρικός συνδέεται με τους Σατύρους (τους γνωστούς μυθικούς τραγόμορφους ακολούθους του αρχαίου θεού Διονύσου) και σημαίνει: σχετικός με Σατύρους (πβ. σατυρικό δράμα).
Υποχθόνιος - καταχθόνιος
Και οι δυο λέξεις είναι σύνθετες του αρχαίου ουσιαστικού η χθών (γεν. χθονός = η γη, το έδαφος) με πρόθεση. Υποχθόνιος είναι ο υπόγειος, ευρισκόμενος ή δρων υπό την γην. Η λέξη καταχθόνιος - που κυριολεκτικά σημαίνει υπόγειος, υποχθόνιος - χρησιμοποιείται συχνότατα με μεταφορική σημασία, για να δηλώσει αυτόν που ενεργεί ύπουλα, κρυφά, δόλια, τον ραδιούργο, τον μηχανορράφο.
Πασιφανής – προφανής
Πασιφανής [< πάσιν (δοτ. πληθ. του επιθ. πας) + φαίνομαι] είναι ο φανερός σε όλους, ο ολοφάνερος, ο πασίδηλος (< πάσιν + δήλος). Προφανής [< ρ. προφαίνω (< πρό + φαίνω) = φέρνω στο φως, εμφανίζω, φανερώνω] είναι αυτός που γίνεται αμέσως αντιληπτός, ο πρόδηλος.
Πολιτισμικός – πολιτιστικός
Το επίθετο πολιτισμικός αναφέρεται σε ό,τι έχει σχέση με την κουλτούρα, με την πνευματική καλλιέργεια γενικά. π.χ. τα πολιτισμικά γνωρίσματα ενός έθνους είναι από τα πιο σημαντικά στοιχεία της ταυτότητάς του. Το επίθετο πολιτιστικός αναφέρεται σε ό,τι έχει σχέση με τον πολιτισμό, ό,τι υπηρετεί και προωθεί την ανάπτυξη του πολιτισμού. π.χ. το Υπουργείο Πολιτισμού ενισχύει διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις και δραστηριότητες με στόχο την προβολή της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Κατά το Λεξικό του Μπαμπινιώτη «το πολιτιστικός χρησιμοποιείται περισσότερο για τον πολιτισμό ως σύνολο δραστηριοτήτων, καθώς και για τη δήλωση του τεχνικού πολιτισμού, ενώ το πολιτισμικός τείνει να δηλώσει περισσότερο την αφηρημένη πλευρά του πολιτισμού, καθώς και τον πολιτισμό ως πνευματική καλλιέργεια».
Σιωπηλός – σιωπηρός
Και τα δυο επίθετα, που συχνά χρησιμοποιούνται παράλληλα, ετυμολογούνται από το αρχαίο ουσ. σιωπή. Σιωπηλός είναι - κυρίως - αυτός που δε μιλάει, που τηρεί σιωπή. Σιωπηρός είναι αυτός που δηλώνεται ή εκφράζεται με τη σιωπή και, συνεκδοχικά, αυτός που δεν εκφράζεται ρητά, που υπονοείται (π.χ. σιωπηρή διαμαρτυρία, σιωπηρή συμφωνία).
Εξαιρετικός – εξαίρετος
Εξαιρετικός είναι ο ιδιαίτερος, αυτός που αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα. Η λέξη αποτελεί μεταφραστικό δάνειο από το γαλλ. exceptionnel. Εξαίρετος είναι αυτός που ξεχωρίζει, ο λαμπρός, ο εκλεκτός. Πρόκειται για επίθετο της αρχαίας (= ο εκλεκτός, ο εκλεχθείς, ο επίλεκτος), παράγωγο του ρήματος εξαιρώ.
Αιφνιδιαστικός – αιφνίδιος
Αιφνιδιαστικός είναι αυτός που γίνεται με πρόθεση να αιφνιδιάσει. Η λέξη παράγεται από το μεσαιωνικό ρήμα αιφνιδιάζω (< επίθ. αιφνίδιος, -ον). π.χ. ο γενικός γραμματέας πραγματοποίησε αιφνιδιαστική επίσκεψη στις υπηρεσίες της αρμοδιότητάς του. Αιφνίδιος [επίθ. της αρχαίας < χρον. επίρρ. αίφνης = ξαφνικά] είναι ο ξαφνικός, ο απρόβλεπτος. Αντώνυμα: προγραμματισμένος, αναμενόμενος. π.χ. λόγω της αιφνίδιας διακοπής του ρεύματος ματαιώθηκε η συναυλία.
Επιβατικός - επιβατηγός
Το επίθετο επιβατικός (< επιβάτης < επι-βαίνω) έχει γενικότερη σημασία και χρησιμοποιείται ευρύτερα για ό,τι έχει σχέση με επιβάτες (πβ. επιβατικό κοινό, επιβατική κίνηση κ.τ.ο.). Αντίθετα, για τα αυτοκίνητα (και για όλα τα μέσα που μεταφέρουν επιβάτες) χρησιμοποιείται ειδικότερα το επίθετο επιβατηγός (< επιβάτης + άγω), το οποίο, άλλωστε, αρχικά προσδιόριζε τη λέξη ναυς (= πλοίο).
Άγρια – Αγρίως
Άγρια: Χρησιμοποιείται κυριολεκτικά. Σημαίνει: με αγριότητα, με άγριο τρόπο, επιθετικά. Π.χ. Τον ξυλοκόπησαν άγρια. Αγρίως: Χρησιμοποιείται μεταφορικά, με επιτατική σημασία. Σημαίνει: υπερβολικά, ασύστολα, συστηματικά. Π.χ. Δεν έχουμε κανένα λόγο να παραμένουμε σ’ αυτό το χώρο, είναι πλέον ολοφάνερο πως μας εμπαίζουν αγρίως.
Τέλεια - Τελείως
Τέλεια Σημασία: με τέλειο τρόπο, άρτια, θαυμάσια, εξαίρετα, άριστα. Π.χ. Το σχέδιό του ήταν τέλεια οργανωμένο. Τελείως Σημασία: εντελώς, πλήρως, ολοκληρωτικά, πέρα για πέρα. Π.χ. Πρέπει να παραμείνει στο κρεβάτι, γιατί δεν έχει γίνει ακόμη τελείως καλά.
‘Αμεσα-Αμέσως
‘Αμεσα Αντίθετο του επιρρ. έμμεσα. Σημασία: απευθείας, χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου (= τροπικό επίρρημα). Π.χ. Η υπόθεση του περιβάλλοντος μας αφορά όλους άμεσα. Αμέσως Σημασία: ευθύς, πάραυτα, χωρίς αργοπορία (= χρονικό επίρρημα). Π.χ. Δεν καθυστέρησε καθόλου, ανταποκρίθηκε αμέσως στο κάλεσμά μας.
Έκτακτα - Εκτάκτως
Έκτακτα Σημασία: έξοχα, θαυμάσια, υπέροχα. Π.χ. Περάσαμε έκτακτα τη βραδιά μας. Εκτάκτως Σημασία: εκτός προγράμματος, απρόσμενα, απροσδόκητα. Π.χ. Τον κάλεσαν εκτάκτως στο νοσοκομείο.
Απλά – Απλώς
Απλά Σημασία: με απλότητα, με απλό τρόπο. Π.χ. Είναι υπέροχος δάσκαλος, μιλά απλά και κατανοητά. Απλώς Σημασία: μόνο. Π.χ. Δεν έχει τόση δύναμη στα χέρια του, είναι απλώς ένας υπάλληλος.