-ισμός
 


Τέχνη

 
Ελεμενταρισμός
Τεχνοτροπία της ζωγραφικής, της γλυπτικής και της τυπογραφίας, που περιορίζεται στα στοιχειώδη μόνο σχήματα, τα ορθογώνια, και στα βασικά χρώματα, το κόκκινο, το μπλε και το κίτρινο. Αποτελεί δημιούργημα του μεσοπολέμου. Ετυμολογείται από τη λατινική λέξη elementum - και συν. στον πληθ. elementa (= στοιχείο). Επομένως, ελεμενταρισμός είναι η τέχνη του στοιχειώδους.


Κονστρουκτιβισμός
Μεγάλο καλλιτεχνικό κίνημα που το χαρακτηρίζει ο θαυμασμός για τις μηχανές, την τεχνολογία και τα σύγχρονα βιομηχανικά υλικά. Ξένος όρος (πβ. γαλλ. constructivisme). Η ιστορία της λέξης μας οδηγεί στο λατινικό constructus (= κατασκευασμένος), μετοχή του ρήματος construo (= κατασκευάζω). Η «κατασκευαστική» γλυπτική πρωτοφάνηκε στην προεπαναστατική Ρωσία με το γλύπτη Τάτλιν, που έκανε έργα με ποικίλες «κατασκευές», συναρμολογώντας γλυπτικά κομμάτια αφηρημένης τέχνης από διάφορα υλικά.


Νατουραλισμός
Αισθητικό κίνημα του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αι. Ξένος όρος που μεταφέρθηκε στην ελληνική (πβ. γαλλ. naturalisme), ο οποίος παράγεται από τη λατινική λέξη natura (= φύση). Αποτελεί κατάληξη και υπέρβαση του ρεαλισμού του 19ου αι. και διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τις κοινωνικές, επιστημονικές, φιλοσοφικές και ηθικές αντιλήψεις του 19ου αι. Ο νατουραλιστής λογοτέχνης επιλέγει θέματα από την καθημερινή ζωή - συχνά προκλητικά - με έμφαση στην ανθρώπινη αθλιότητα, τη διαφθορά, τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής, τις κατώτερες ανθρώπινες ορμές και τους περιορισμούς της ελευθερίας και επιμένει στη φωτογραφική απόδοση της πραγματικότητας, στην περιγραφική λεπτομέρεια, στη σχολαστική ανάλυση, χωρίς να καταβάλει προσπάθεια ωραιοποίησης ή εξιδανίκευσης.


Ντανταϊσμός
Τεχνοτροπία της λογοτεχνίας και της ζωγραφικής που εμφανίστηκε στη Δ. Ευρώπη και τις Η.Π.Α. κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. Εκφράζει την τάση εκείνη που - απορρίπτοντας τα καθιερωμένα αισθητικά πρότυπα και κάθε είδους καλλιτεχνική συμβατικότητα - δεν έχει καμιά λογική καλλιτεχνική πρόθεση και επιζητεί την αυτόματη καταγραφή κάθε σκέψης ή συναισθήματος στρέφοντας το ενδιαφέρον του καλλιτέχνη στο παράδοξο, το παράλογο και το φανταστικό. Θεωρείται πρόδρομος του υπερρεαλισμού (σουρεαλισμού). Η λέξη πλάστηκε από το da-da που κάνουν τα μωρά, λέξη της παιδικής γλώσσας που στα γαλλικά σημαίνει το ξύλινο αλογάκι (παιδικό παιχνίδι). Η λέξη επιλέχθηκε ως σύμβολο της απόλυτης εκφραστικής ελευθερίας του καλλιτέχνη


Φορμαλισμός
Στο χώρο των καλών τεχνών και της λογοτεχνίας είναι η τεχνοτροπία που εστιάζει και επιδιώκει (σ)τη μορφική ωραιότητα. Στη ζωγραφική, π.χ., φορμαλισμός είναι η ιδιαίτερη έξαρση στο σχήμα και στο χρώμα και όχι τόσο στα θέματα και τα νοήματά τους. Η λέξη αποτελεί μεταφορά στην ελληνική ξένου όρου (πβ. αγγλ. formalism), που ετυμολογείται από τη λατινική forma (= μορφή, σχήμα, τύπος). Αντίστοιχες ελληνικές λέξεις: μορφοκρατία, τυποκρατία.

Επιστήμες

 
Μιθριδατισμός
Ο εθισμός του οργανισμού στο δηλητήριο με τη λήψη βαθμιαία αυξανόμενων δόσεων. Ο όρος προέρχεται από το Μιθριδάτη τον Ευπάτορα (περ. 132-63 π.Χ.), βασιλιά του Πόντου, που – όπως αφηγούνται οι παλαιότεροι ιστορικοί – ο πατέρας του, για να τον προφυλάξει από πιθανή απόπειρα δηλητηρίασης από τους Ρωμαίους, του χορηγούσε μικρές τακτικές δόσεις δηλητηρίου, προκειμένου να εθιστεί σ’ αυτό αποκτώντας ανοσία.

Πολιτική

 
Ρεφορμισμός
Πολιτική τάση που επιδιώκει την αλλαγή του πολιτικού και κοινωνικού κατεστημένου μέσω βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων και όχι τη βίαιη ανατροπή του με επαναστατική τακτική. Στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής του Ιω. Σταματάκου διαβάζουμε: «σοσιαλιστική τάσις πρός αντικατάστασιν της επαναστατικής τακτικής των μαρξιστών διά της τακτικής των μεταρρυθμίσεων εντός του κεφαλαιοκρατικού (= καπιταλιστικού) καθεστώτος». Η λέξη αποτελεί μεταφορά στην ελληνική του γαλλικού reformisme < reformer = μεταρρυθμίζω, τροποποιώ. Το ρήμα προέρχεται από το λατινικό reformare (re + formare < forma = μορφή), που σημαίνει αναμορφώνω, μετασχηματίζω.


Φασισμός
Ιταλική λέξη: fascismo < fascia (= δέσμη, ταινία). Η λέξη προέρχεται από το λατινικό fasces (πληθυντικός του ουσ. fascis) = «δέσμαι ράβδων, ας οι ραβδούχοι φέροντες προηγούντο των υπάτων, στρατηγών καί άλλων μειζόνων αρχών» (Στ. Κουμανούδης), δηλ. δέσμες από ράβδους, τις οποίες κρατώντας οι ραβδούχοι (οι fictores) προπορεύονταν των υπάτων, στρατηγών και των άλλων Ρωμαίων αξιωματούχων, το σύμβολο της εξουσίας των αρχόντων στην αρχαία Ρώμη. Αυτό το ρωμαϊκό έμβλημα υιοθέτησε ο Μπενίτο Μουσ(σ)ολίνι το 1919 ως σύμβολο του κινήματός του.


Μεσσιανισμός
Η λέξη εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αι. και αποτελεί μεταφορά στην ελληνική του γαλλικού messianisme (-isme = -ισμός), που σχηματίστηκε από την ελληνιστική λέξη Μεσσίας (< εβρ. masiah = χρισμένος με λάδι). Η πίστη στην ύπαρξη ή στη μελλοντική παρουσία ενός «μεσσία» - Υπερανθρώπου, ενός σωτήρα σε θρησκευτικό και κατ’ επέκταση σε εθνικό, πολιτικό ή κοινωνικό επίπεδο, δηλ. σ’ ένα πρόσωπο με εξαιρετικές ικανότητες (= «χαρισματικό ηγέτη»), το οποίο, όπως πιστεύεται, θα λυτρώσει το λαό ή το έθνος από τα προβλήματά του. Ο μεσσιανισμός δεν περιορίζεται στη θρησκεία. Διαποτίζει ως αντίληψη και ως προσδοκία (= μεσσιανική νοοτροπία, μοιρολατρική τάση) τον πολιτικό και κοινωνικό βίο κάποιων λαών, κατεξοχήν της Ανατολής, η ζωή (κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική) των οποίων παρουσιάζεται συχνά τραγικά υποδεέστερη. Δημιουργεί άτομα ανασφαλή και ψυχολογικά εξαρτημένα, άβουλα, πειθήνια όντα - δηλ. «υπηκόους» και όχι «ενεργούς πολίτες» - ευνοεί την επικράτηση αυταρχικών – ολοκληρωτικών καθεστώτων, αδρανοποιεί τη σκέψη και την κριτική στάση και, κατ’ αυτό τον τρόπο, υποβιβάζει την αξία και αυτονομία του ανθρώπου ως ελεύθερου και αυτεξούσιου όντος.

Κοινωνία

 
Φονταμενταλισμός
Θεολογικό ρεύμα του αμερικανικού προτεσταντισμού, εχθρικό απέναντι στην επιστήμη, που στοχεύει στην επιστροφή στις εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις (Μ. Τριανταφυλλίδης).Γενικότερα, η τάση φανατικής προσήλωσης σε θρησκευτικές, πολιτικές και άλλες αρχές: μουσουλμανικός, ισλαμικός φονταμενταλισμός. Η λέξη αποτελεί μεταφορά στην ελληνική του γαλλικού fondamentalisme και του αγγλικού fundamentalism, λέξεις που ετυμολογούνται από το λατινικό fundamentum (= θεμέλιο).


Μεσσιανισμός
Η λέξη εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αι. και αποτελεί μεταφορά στην ελληνική του γαλλικού messianisme (-isme = -ισμός), που σχηματίστηκε από την ελληνιστική λέξη Μεσσίας (< εβρ. masiah = χρισμένος με λάδι). Η πίστη στην ύπαρξη ή στη μελλοντική παρουσία ενός «μεσσία» - Υπερανθρώπου, ενός σωτήρα σε θρησκευτικό και κατ’ επέκταση σε εθνικό, πολιτικό ή κοινωνικό επίπεδο, δηλ. σ’ ένα πρόσωπο με εξαιρετικές ικανότητες (= «χαρισματικό ηγέτη»), το οποίο, όπως πιστεύεται, θα λυτρώσει το λαό ή το έθνος από τα προβλήματά του. Ο μεσσιανισμός δεν περιορίζεται στη θρησκεία. Διαποτίζει ως αντίληψη και ως προσδοκία (= μεσσιανική νοοτροπία, μοιρολατρική τάση) τον πολιτικό και κοινωνικό βίο κάποιων λαών, κατεξοχήν της Ανατολής, η ζωή (κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική) των οποίων παρουσιάζεται συχνά τραγικά υποδεέστερη. Δημιουργεί άτομα ανασφαλή και ψυχολογικά εξαρτημένα, άβουλα, πειθήνια όντα - δηλ. «υπηκόους» και όχι «ενεργούς πολίτες» - ευνοεί την επικράτηση αυταρχικών – ολοκληρωτικών καθεστώτων, αδρανοποιεί τη σκέψη και την κριτική στάση και, κατ’ αυτό τον τρόπο, υποβιβάζει την αξία και αυτονομία του ανθρώπου ως ελεύθερου και αυτεξούσιου όντος.


Αθλητισμός
Η λέξη γεννήθηκε στις 13 Ιουνίου του 1894. Τότε δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Ακρόπολις», προκειμένου να περιγραφεί η δραστηριότητα των αθλητών, η ενασχόληση με τα αθλήματα, και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε από την εφημερίδα «Άστυ». Εκείνος, όμως, που την καθιέρωσε ήταν ο Δημήτριος Βικέλας, στις 7 Μαΐου του 1895. Ωστόσο, αν η λέξη αθλητισμός έχει ηλικία μόλις 110 ετών, ο αθλητής είναι αρχαιότερος. Αυτός προέρχεται από το ρήμα αθλέω, -ω, που πολλοί το ετυμολογούν από το όνομα του Αεθλίου, του γιου της Πρωτογένειας και του Δία.

(πηγή: www.asprilexi.gr, Ευχαριστούμε)

 http://www.asxetos.gr/libView.aspx?s=101&sc=74 • Καρτεσιανισμός Η φιλοσοφική θεωρία του Καρτέσιου .Σύμφωνα με αυτή , σε κάθε πρόβλημα πρέπει να υπάρχει η αμφιβολία για όλα , προς αποφυγή σφαλμάτων και προκαταλήψεων και για την εύρεση μιας αδιαφιλονίκητης αλήθειας  • Καρβοναρισμός ή καρμποναρισμός Μυστική πολιτική εταιρεία , που πρωτοεμφανίστηκε στη Νότια Ιταλία , μεταξύ των ετών 1807 και 1812 και προερχόταν από τους κόλπους του τεκτονισμού.  • Καραβατζισμός Όρος που χαρακτηρίζει την τεχνοτροπία του Ιταλού αναγεννησιακού ζωγράφου Καραβάτζιο , Μιχαήλ Αγγέλου Μερίζι . Ο καραβατζισμός βασίζεται στην προσεκτική μελέτη των υλικών και των επιμέρους χρωμάτων . Τα αντικείμενα που εμφανίζονται στους πίνακες διακρίνονται για το λαμπρό χρωματισμό τους .  • Καποραλισμός Η άκρατη και τραχιά στρατοκρατία . Πολιτικό σύστημα , στο οποίο πρωτεύουσα θέση κατέχουν οι στρατιωτικοί.  • Καοδαϊσμός Σύγχρονη θρησκεία του Νότιου κυρίως Βιετνάμ , που προήλθε από τη ν ένωση του βουδισμού με το βιετναμικό πνευματισμό.  • Καντιανισμός Η φιλοσοφία του Καντ και των οπαδών του. Η «φιλοσοφία της φύσεως» ασφαλώς άσκησε τεράστια επίδραση στο γερμανικό ρομαντισμό , ενώ από το «διαλεκτικό ιδεαλισμό» του Έγελου απέρρευσε ο εγελιανισμός και από αντίδραση ο μαρξισμός  • Καμποτινισμός Η αγυρτεία , ο θεατρινισμός πλανόδιων ηθοποιών (καμποτίνων).  • Καμεραλισμός Το σύνολο των νόμων και των κανόνων , που εφαρμόζονταν στη διαχείριση των οικονομικών του απολυταρχικού κράτους και αργότερα εξελίχτηκαν σε οικονομική θεωρία . Ο καμεραλισμός αναπτύχθηκε κυρίως στη Γερμανία από το 16ο ως το 18ο αι. και πήρε το όνομά του από τη λέξη «κάμεραλ» που σημαίνει καθετί σχετικό με την κίνηση του ηγεμονικού θησαυροφυλακίου  • Καλογηρισμός ή καλογερισμός Η έννοια και ο σκοπός του καλογηρικού βίου , η τάση προς την ασκητική ζωή . Η παχυλή και ανόητη θρησκοληψία.  • Καλβινισμός Η διδασκαλία του Καλβίνου . Χρονολογικά ο Καλβινισμός εμφανίζεται μετά το Λουθηρανισμό και το ζβιγγλιανισμό. Ως μόνη αυθεντία στο Χριστιανισμό , οι τρεις αυτές θεωρίες δέχτηκαν την Αγία Γραφή . Απέρριψαν την παράδοση , τις οικουμενικές συνόδους και τον πάπα . Κατά τον Καλβίνο ο Θεός είναι αντικείμενο φόβου , όπως ο Ιεχωβά των Εβραίων