ΠΟΙΗΜΑΤΑ|Δημουλά| Καβάφης|Ελύτης|
 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΕΠΙΛΟΓΕΣ

 

Οδυσσέας Ελύτης
Η ΤΡΕΛΛΗ ΡΟΔΙΑ
Πρωινό ερωτηματικό
κέφι a perdre haleine

Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελλή
ροδιά
Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο
της
Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η
τρελλή ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου ;

Οταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
Θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η
τρελλή ροδιά
Που βάζει ανύποπτη μέσ' στα χλωρά πανέρια τους τα
φώτα
Πού ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε
μου
Είναι η τρελλή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;

Στη μέρα που απ' τη ζήλια της στολίζεται μ' εφτά λογιώ
φτερά
Ζώνοντας τον αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελλή ροδιά
Που αρπάει μια χαίτη μ' εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της
Ποτέ θλιμμένη και ποτέ γρινιάρα, πέστε μου είναι η
τρελλή ροδιά
Πού ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα πού ανατέλλει;

Πέστε μου, είναι η τρελλή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη
Τινάζοντας ένα μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά
Μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια
Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
Σ' αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελλή ροδιά
Που τρίζει τ' άρμενα ψηλά στο διάφανον αιθέρα;

Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζει
Αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελλή ροδιά
Που σπάει με φως καταμεσίς του κόσμου τις κακοκαιριές
του δαίμονα
Που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της
μέρας
Την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου εί-
ναι η τρελλή ροδιά
Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;

Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπεν-
ταυγούστου
Πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή
που ξελογιάζει
Τινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της
Ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά
Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των
πραγμάτων
Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελλή ροδιά;



Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ
'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου' λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
'Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
'Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
'Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας

'Ακουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
'Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
'Η για να πας καβάλα στο μαίστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.



Η πορτοκαλένια

Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει,
σιγά-σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!

Eτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί,
έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα,
έτσι καθώς αστραψανε χελιδονοουρές,
σάστησαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές,
σάστησαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια,
κι όλα μαζί συνάχτηκάν κι όλα μαζί την είδαν,
κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!
Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός, μεθάει ο κόσμος όλος,
όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει.
Τη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια,
τη λέει ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμές,
τη λέει κ' η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι:

-Σήκω μικρή, μικρή, μικρή πορτοκαλένια!
Oπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει.
Μήτε σε ξέρει ο γελαστός θεός,
που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό ανέμους!





Του Αιγαιου

1.
Ο ερωτας.
Το αρχιπελαγος
Κι η πρωρα των αφρων του
Κι οι γλαροι των ονειρων του
Στο πιο ψηλο καταρτι του ο ναυτης ανεμιζει
Ενα τραγουδι

Ο ερωτας
Το τραγουδι του
Κι οι οριζοντες του ταξιδιου του
Κι η ηχω της νοσταλγιας του
Στον πιο βρεμενο βραχο της η αρραβωνιαστικια προσμενει
Ενα καραβι

Ο ερωτας
Το καραβι του
Κι η αμεριμνησια των μελτεμιων του
Κι ο φλοκος της ελπιδας του
Στον πιο ελαφρο κυματισμο του ενα νησι λικνιζει
Τον ερχομο.

2
Παιχνιδια τα νερα
Στα σκιερα περασματα
Λενε με τα φιλια τους την αυγη
Που αρχιζει
Οριζοντας-

Και τ'αγριοπεριστερα ηχο
Δονουνε στη σπηλια τους
Ξυπνημα γαλανο μεσ'στην πηγη
Της μερας
Ηλιος-

Δινει ο μαϊστρος το πανι
Στη θαλασσα
Τα χαδια των μαλλιων
Στην ξεγνοισια του ονειρου του
Δροσια-

Κυμα στο φως
Ξαναγενναει τα ματια
Οπου η Ζωη αρμενιζει προς
Τ'αγναντεμα
Ζωη-

3
Φλοισβος φιλι στη χαϊδεμενη του αμμο - Ερωτας
Τη γαλανη του ελευθερια ο γλαρος
Δινει στον οριζοντα
Κυματα φευγουν ερχονται
Αφρισμενη αποκριση στ'αυτια των κοχυλιων

Ποιος πηρε την ολοξανθη και την ηλιοκαμενη?
Ο μπατης με το διαφανο του φυσημα
Γερνει πανι του ονειρου
Μακρια
Ερωτας την υποσχεση του μουρμουριζει - Φλοισβος.
Επίγραμμα
Πριν απ' τα μάτια μου είσουν φως,
πριν απ' τον έρωτα Έρωτας,

κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα.

 

ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ

Απόσπασμα

Μ.Ν.

Περπατώ μες στ' αγκάθια μες στά σκοτεινά

σ' αυτά που 'ναι να γίνουν και στ' αλλοτινά

κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα

τα νύχια μου τα μώβ σαν τα κυκλάμινα.

Α.

Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο κενό. Ν' ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά γκαμπαρντίνα. Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιό θλιμμένη τότε. Και στις δισκοθήκες, πιό νευρική, να τρώει τα νύχια της. Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή κι ωραία. Μ' αν της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου. Σα να γίνεται κάτι αλλού - που μόνο αυτή τ' ακούει και τρομάζει. Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι ε κ ε ί. Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.

Μ.Ν.

Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μου 'λεγε "θυμάσαι;" Τι να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα. Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα - πώς να το πω : απροετοίμαστη. Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο άξαφνα - κει που δεν το περίμενα καθόλου. Έλεγα "μπα θα συνηθίσω" . Κι όλα γύρω μου έτρεχαν. Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν - ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά φαίνεται, το παράκανα. Επειδή - δεν ξέρω - κάτι παράξενο έγινε στο τέλος. Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος. Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή. Και τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει.....

Α.

"Γιατί δεν θάβουν τους ανθρώπους όρθιους σαν Μητροπολιτάδες"; - έτσι μου 'λεγε. Και μια φορά, θυμάμαι, καλοκαίρι στο νησί, που γυρίζαμε όλοι απο ξενύχτι, ξημερώματα, πηδήσαμε απ' τα κάγκελα στον κήπο τού Μουσείου. Χόρευε πάνω στις πέτρες και δεν έβλεπε τίποτα.

Μ.Ν.

Έβλεπα τα μάτια του. Έβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες.

Α.

Έβλεπα μιαν επιτύμβια στήλη. Μια κόρη ανάγλυφη πάνω στην πέτρα. Έμοιαζε λυπημένη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.

Μ.Ν.

Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε. Κοιτάζαμε κι οι δυό την ίδια πέτρα. Κοιταζόμασταν μες απ' την πέτρα.

Α.

Ήταν ήρεμη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.

Μ.Ν.

Ήτανε καθιστή. Κι ήτανε πεθαμένη.

Α.

Ήτανε καθιστή και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί. Δεν θα κρατήσεις ποτέ σου ένα πουλί εσύ - δεν είσαι άξια!

Μ.Ν.

Ω, αν μ' αφήνανε, αν μ' αφήνανε.

Α.

Ποιος να σ' αφήσει;

Μ.Ν.

Αυτός που δεν αφήνει τίποτα.

Α.

Αυτός, αυτός που δεν αφήνει τίποτα

κόβεται απ' τη σκιά του κι αλλού περπατά.

Μ.Ν.

Είναι τα λόγια του άσπρα κι είναι ανείπωτα

κι είναι τα μάτια του βαθιά κι ανύπνωτα....

Α.

Μα 'χε πάρει όλο το πάνω μέρος απ' την πέτρα. Και μαζί μ' αυτήν και τ' όνομα της.

Μ.Ν.

ΑΡΙΜΝΑ..... σα να τα βλέπω ακόμη χαραγμένα τα γράμματα μέσα στο φως...... ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ......

Α.

Έλειπε. Όλο το πάνω μέρος έλειπε. Γράμματα δεν υπήρχανε καθόλου.

Μ.Ν.

ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ.... εκεί, πάνω σ' αυτό το ΕΛ η πέτρα είχε κοπεί και σπάσει. Το θυμάμαι καλά.

Α.

Στ' όνειρο της φαίνεται θα το 'χε δει κι αυτό για να το θυμάται.

Μ.Ν.

Στ' όνειρο μου, ναι. Σ' εναν ύπνο μεγάλο που θα 'ρθει κάποτε όλο φως και ζέστη και μικρά πέτρινα σκαλιά. Θα περνάνε στο δρόμο αγκαλιασμένα τα παιδιά όπως σε κάτι παλιές ταινίες ιταλιάνικες. Απο παντού θ' ακούς τραγούδια και θα βλέπεις πελώριες γυναίκες σε μικρά μπαλκόνια να ποτίζουν τα λουλούδια τους.

Α.

Ενα μεγάλο θαλασσί μπαλόνι θα μας πάρει τότε ψηλά, μια-δω, μια-κει, θα μας χτυπά ο αέρας. Πρώτα θα ξεχωρίσουν οι ασημένιοι τρούλοι, κατόπιν τα καμπαναριά. Θα φανούν οι δρόμοι πιό στενοί, πιό ίσοι απ' ο,τι φανταζόμασταν. Οι ταράτσες με τις κάτασπρες αντένες για την τηλλεόραση. Και οι λόφοι ένα γύρο κι οι χαρταετοί - ξυστά θα περνάμε απο δίπλα τους. Ώσπου κάποια στιγμή θα δούμε όλη τη θάλασσα. Οι ψυχές πάνω της θ' αφήνουν μικρούς λευκούς ατμούς.

Μ.Ν.

Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα βουνά τα μαύρα και τα δαιμονικά του κόσμου τούτου. Έχω πει στην αγάπη "γιατί" και την έχω κυλήσει στο πάτωμα. Έγιναν πόλεμοι και ξανάγιναν και δεν έμεινε ούτ' ενα κουρέλι να το κρύψουμε βαθιά στα πράγματα μας και να το λησμονήσουμε. Ποιος ακούει; Ποιος άκουσε; Δικαστές, παπάδες, χωροφύλακες, ποια είναι η χώρα σας; Ένα κορμί μού μένει και το δίνω. Σ' αυτό καλλιεργούνε, όσοι ξέρουν, τα ιερά, όπως οι κηπουροί στην Ολλανδία τις τουλίπες. Και σ' αυτό πνίγονται όσοι δεν έμαθαν ποτέ απο θάλασσα κι απο κολύμπι......

Ροές της θάλασσας και σεις των άστρων μακρινές επιρροές - παρασταθείτε μου!

Α.

Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα

δαιμονικά του κόσμου τ' ανεξόρκιστα

κι απο το μέρος το άρρωστο γυρίστηκα

στον ήλιο και στο φως αυτοεξορίστηκα!

Μ.Ν.

Κι απ' τις φουρτούνες τις πολλές γυρίστηκα

μες στους ανθρώπους αυτοεξορίστηκα!
ΕΛΕΝΗ
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το κα-
λοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Ολα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Ε-
σένα!
Κατά που θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας
λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά που θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρι-
νές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία
μας
Κι είμαστε - σα να πέρασε μέσα μας η ομίχλη -
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.

Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούργια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ
υπάρχεις
Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολά-
κερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελ-
πίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ' από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε
πάλι
Οχι δεν είναι ο θάνατος που θ' αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ενα θολό συναίσθημα
H μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μέσ' στις ψυχές μας
που όσο παν κι απομακρύνονται

Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κε αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ώ! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως

Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη
θλίψη
Πσυ δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύ-
πημα του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ' άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη
βροχή δάκρυα και λόγια
Λόγια όχι σαν τ' άλλα μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους
προορισμόν : Εσένα!



Ωδη στη Σαντορινη

Βγηκες απο τα σωθικα βροντης
Ανατριχιαζοντας μεσ'στα μετανιωμενα συννεφα
Πετρα πικρη, δοκιμασμενη, αγερωχη
ζητησες πρωτομαρτυρα τον ηλιο
Για ν'αντικρυσετε μαζι τη ριψοκινδυνη αιγλη
Ν'ανοιχτειτε με μια σταυροφορο ηχω στο πελαγος

Θαλασσοξυπνημενη, αγερωχη
Ορθωσες ενα στηθος βραχου
Καταστιχτου απ'την εμπνευση της οστριας,
Για να χαραξει εκει τα σπλαχνα της η οδυνη
Για να χαραξει εκει τα σπλαχνα της η ελπιδα
Με φωτια με λαβα με καπνους
Με λογια που προσηλυτιζουν το απειρο
Γεννησες τη φωνη της μερας
Εστησες ψηλα
Στην πρασινη και ροδινη αιθεροβασια
Τις καμπανες που χτυπαει ο ψηλορειτης νους
Δοξολογωντας τα πουλια στο φως του μεσαυγουστου

Πλαϊ απο ροχθους, πλαϊ απο καημους αφρων
Μεσ'απο τις ευχαριστιες του υπνου
Οταν η νυχτα γυριζε τις ερημιες των αστρων
Ψαχνοντας για το μαρτυρικι της αυγης,
Ενιωσες τη χαρα της γεννησης
Πηδησες μεσ'στον κοσμο πρωτη
Πορφυρογεννητη, αναδυομενη
Εστειλες ως τους μακρινους οριζοντες
Την ευχη που μεγαλωσε στις αγρυπνιες του ποντου
Για να χαϊδεψει τα μαλλια της πεμπτης πρωινης.

Ρηγισσα των παλμων και των φτερων του Αιγαιου
Βρηκες με λογια που προσηλυτιζουν το απειρο
Με φωτια με λαβα με καπνους
Τις μεγαλες γραμμες του πεπρωμενου σου

Τωρα μπροστα σου ανοιγεται η δικαιοσυνη
Τα μελανα βουνα πλεουν στη λαμψη
Ποθοι ετοιμαζουν τον κρατηρα τους
Στην παιδεμενη χωρα της καρδιας,
Κι απο το μοχθο της ελπιδας νεα γη ετοιμαζεται
Για να βαδισει εκει με αετους και λαβαρα
Ενα πρωι γεματο ιριδισμους,
Η φυλη που ζωντανευει τα ονειρα
Η φυλη που τραγουδαει στην αγκαλια του ηλιου.

Ω κορη κορυφαιου θυμου
Γυμνη αναδυομενη
Ανοιξε τις λαμπρες πυλες του ανθρωπου
Να ευωδιασει ο τοπος απο την υγεια
Σε χιλιαδες χρωματα ν'αναβλαστησει το αισθημα
Φτεροκοπωντας ανοιχτα
Και να φυσηξει απο παντου η ελευθερια

Αστραψε μεσ'στο κηρυγμα του ανεμου
Την καινουρια και παντοτινη ομορφια
Οταν ο ηλιος των τριων ωρων υψωνεται
Πανγλαυκος παιζοντας το αρμονιο της Δημιουργιας.



ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗNΗΣ
ΠΑΛΑlΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΩΔΗ
Τόσο μου ομόρφηνες τη δυστυχία - που ξέρω :
Μόνο σε Σένα θα το πω παλιά θαλασσινή Σελήνη μου.

Ητανε στο νησί μου κάποτες εκεί που αν δε γελιέμαι
Πριν χιλιάδες χρόνους η Σαπφώ κρυφά
Σ' έφερε μεσ' στον κήπο του παλιού σπιτιού μας
Kρούοντας βότσαλα μεσ' στο νερό ν'ακούσω
Πως σε λένε Σ ε λ ά ν α και πως εσύ κρατείς
Επάνω μας και παίζεις τον καθρέφτη του ύπνου.

Πως ανάσκελα Θυμάμαι βγαίνοντας ο Ιούλιος
Μεσ' από τις μαγνόλιες του Παραδείσου
Σ'έβλεπα να κατεβαίνεις κει που έλαμπε η χαβούζα
Και μυγάκια πάνου από τα σαπισμένα φύλλα
Μυριάδες φωσφόριζες! Πως μετέωρα όλα! Kαι βαθύς
Ο θόρυβος της ρόδας μεσ'στη νύχτα . . .

'H φορές που μου έφερνες την κουκουβάγια
Ως μέσα στη μοναχική μου κάμαρα
Σηκώνοντας σκιές από τα έπιπλα
Να με τρομάξεις. 'Ομως τι θα πει νεκρός δεν ήξερα

Τι θα πει Καιρός τι Οπτασία
Τι το ασήμωμα της Παναγίας επάνω στα νερά
Τα μεγάλα ιερογλυφικά στην όψη σου
Αγάπη κι o θανατος - να πω δεν ήξερα . . .

Κι ήμουν τοσο θλιμμένος! Μόνο που ήταν νύχτα

Mόvo που έσταζαν τα φύλλα μόνο που ανεξήγητα
Είχα μεσ'στη Μητέρα κατεβεί
Της ηχώς το βάθος το άπατο
Και το μαύρο κομμάτι που αποσπούσε
Από μέσα μου κι έριχνε μεσ'στο πηγάδι
Και το χώμα που έθρυβε κάτω απ το πέλμα μου
Σαν παγόνι φουσκώνοντας το δεντρολίβανο
Μόνο που αδημονούσαν μόνο που πίεζαν το στήθος μου
Ενιωθα ν' αναβλύζουν δάκρυα...

Μακριά στα σπίτια με την ασημένια στέγη
Τ'άλλα παιδιά τ'ανέβαζε η φωνή
T'ανέβαζε η φωνή τους με τη φυσαρμόνικα
Μόνος εγώ στα σκαλοπάτια σα διωγμένος έκλαιγα
Και σε παρακαλούσα: πάρε με πάρε με στην αγκαλιά σου
Kαι παρηγόρησέ με που γεννήθηκα!

Οχι που ήμουν άτυχος - θέλω να πω
Που τα χρόνια επάνω μου δεν έπιαναν σαν το νερό
Kαι τα λόγια μου μέσα στο φως πηδώντας
Ομοια ψάρια να φτάσουν λαχταρίζανε
Μεσ' στον άλλο ουρανό - Μα που πια κανείς κανείς
Ν'αναγνώσει δε γνώριζε Παράδεισο

Παλιά θαλασσινή Σελήνη μου μόνο σε Σένα θα το πω
Γιατί μου ομόρφηνες τη δυστυχία - και ξέρω:

Το παλτό μου σπίτι ακόμη κατοικώ
Και στα ίδια τριξίματα τρομάζω
Και τις νύχτες πάλι βγαίνοντας ο lούλιος
Τυλιγμένος τη μαύρη πρασινάδα σου παραμιλώ

'Εφυγαν έφυγαν ένας αέρας οι άνθρωποι
Στους βαθείς κρυφούς κυπαρισσώνες
Εν'αργό ανατρίχιασμα η συρτή που η Νύχτα
Μεσ'στα φύλλα τραβάει όλο σπιθίσματα

Ομως πού το "χάρμα"; Πού η "νέα ζwή";
Αλλά μάρτυς ήμουνα όταν στα τρίτα ύψη
Ενα-ένα ξυπνούσαν τα λιόφυτα του αέρος
Kι ο μισός έμενα έξω απ'τον Καιρό
Την κοιλάδα που μόκρυψεν ο θάνατος
Πάλι ν'αντικρίσω. Τον σαπφείρινο γύρω μου Ζωδιακό.

Ετσι μακριά στη γη. Ροές της θάλασσας
Και βασκανείες του καπνού των κήπων. Αλλά τι
Κόπος ο ποιητής με τ'αδειανά του χείλη
Ολοένα πίσω από τη θλίψη του: το Ανείπωτο.
Πάρε με πάρε με στην αγκαλιά σου
Kαι παρηγόρησέ με που γεννήθηκα.

Οτι τόσο ελαφρύ στα φρύγανα το πάτημα ήταν
Τόσο μπλάβα τα λουλούδια. Τόσο η στάλα των ματιών
Ωραία μετά που η ευτυχία χάθηκε
Μακριά μεσ'στα θαλασσινά χαράματα
To φιλί που εκράτησα όσο το αστέρι μου έσχιζε
Την πλαγιά του Αυγούστου τόσο καθαρό
Τόσο πικρή στη φούχτα μου η γαλήνη
Τόσο οι άνθρωποι μαύροι και μικροί
Με το πόδι εμπρός που ολοένα παν
Παν κατευθείαν για τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα !