Γραμματικές Επισημάνσεις (Συντ/κές, Ετυμ/κές, Ορθ/κές)   ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ

Θηλυκά ουσιαστικά σε –εια και –ια.
Τα θηλυκά ουσιαστικά που παράγονται από τα ρήματα σε -εύω λήγουν σε -εία. π.χ. ερμηνεύω - ερμηνεία, παιδεύω - παιδεία Αλλά τα σύνθετα που έχουν ως δεύτερο συνθετικό ουσιαστικά που παράγονται από τα παρακάτω ρήματα γράφονται με ι αντί για ει: δουλεύω - δουλεία, αλλά -> εθελοδουλία, κοιλιοδουλία. καπηλεύομαι - καπηλεία, αλλά -> αρχαιοκαπηλία, πατριδοκαπηλία. λατρεύω - λατρεία, αλλά -> αρχαιολατρία, φυσιολατρία, τυπολατρία. πορεύομαι - πορεία, αλλά -> βραδυπορία, αεροπορία, πρωτοπορία.
Προστακτική ενεργητικού και παθητικού αορίστου
Πολύ συχνά παρατηρούνται στην προστακτική του ενεργητικού αορίστου οι λανθασμένοι τύποι: βοηθείστε, προχωρείστε, αφήστε κ.τ.ο. Όμως το θέμα του αορίστου είναι αντίστοιχα βοηθη- , προχωρη-, αφη-, το οποίο βέβαια δεν αλλάζει. Έτσι ο σωστός σχηματισμός της προστακτικής έχει ως εξής: Οριστική Προστακτική κίνησα κίνησε - κινήστε άφησα άφησε - αφήστε έλυσα λύσε - λύστε έκλεισα κλείσε - κλείστε άπλωσα άπλωσε - απλώστε Αντίστοιχα στον αόριστο παθητικής φωνής έχουμε: Οριστική Προστακτική κινήθηκα κινήσου - κινηθείτε απλώθηκα απλώσου - απλωθείτε κλείστηκα κλείσου - κλειστείτε
Η χρήση του τελικού –ν
Το τελικό –ν διατηρείται στο άρθρο (τον, την), στο αριθμητικό έναν, στην τριτοπρόσωπη προσωπική αντωνυμία την, στα άκλιτα δεν, μην και σαν, όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή σύμφωνο στιγμιαίο (κ, π, τ, μπ, ντ, γκ, τσ, τζ, ξ, ψ).π.χ. τον αέρα, την ντροπή, στην ξενιτιά, έναν ξένο, την πρόφτασα, μην περάσεις κ.τ.ο.
Το ρήμα βάλλω και τα σύνθετά του
Το ρήμα βάλλω και τα σύνθετά του γράφονται με δύο λ στους εξακολουθητικούς χρόνους (ενεστώτα, παρατατικό και εξακολουθητικό μέλλοντα ), ενώ με ένα λ στους στιγμιαίους ( αόριστο, στιγμιαίο μέλλοντα, παρακείμενο, υπερσυντέλικο ). π.χ. μήπως αμφιβάλλεις; (= ενεστώτας) κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες στη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς (= παρατατικός) τα βάσανα τον κατέβαλαν (= αόριστος ) αν δεν μπορείς θα το αναβάλω για αύριο (= στιγμιαίος μέλλοντας ) θα υπερβάλλει διαρκώς κατά τη διάρκεια της συζήτησης, γι’ αυτό να είσαι υπομονετικός και ψύχραιμος (= εξακολουθητικός μέλλοντας)
Το ρήμα άγω και οι τύποι εξάγω και εξαγάγω
Το ρήμα άγω χρησιμοποιείται σύνθετο με πολλές προθέσεις: διάγω, εισάγω, προάγω, παράγω, ανάγω κ.τ.λ. Τα ρήματα αυτά σχηματίζουν τους εξακολουθητικούς χρόνους από το θέμα αγ-, ενώ τους στιγμιαίους από το θέμα αγαγ- π.χ. η χώρα μας εξάγει πορτοκάλια (= ενεστώτας) εξήγε στο παρελθόν (= παρατατικός ) θα εξάγει κάθε χρόνο (= εξακολ. μέλλοντας ) θα εξαγάγει σύντομα (= στιγμιαίος μέλλοντας ) εξήγαγε το 1994 (= αόριστος ) έχει ήδη εξαγάγει πορτοκάλια φέτος (= παρακείμενος ) είχε εξαγάγει προ διετίας (= υπερσυντέλικος ) Εμπρόθετοι προσδιορισμοί (προθετικά σύνολα)
Οι εμπρόθετοι προσδιορισμοί κατά κανόνα δε χωρίζονται με κόμματα από τα προηγούμενα ή/και τα επόμενα (στα πλαίσια της πρότασης που ανήκουν). π.χ. Όταν θα μιλήσω με τους υπεύθυνους του έργου, θα αποφασισθούν σε συνεργασία μαζί τους οι αναγκαίες για την αποπεράτωση του έργου εργασίες. Χωρίζονται με κόμμα οι προσδιορισμοί που μπαίνουν στην αρχή της περιόδου ή της πρότασης και έχουν έμφαση, όταν, επίσης, μεταξύ του εμπρόθετου προσδιορισμού και του όρου στον οποίο αυτός αναφέρεται παρεμβάλλονται πολλοί (άλλοι) προσδιορισμοί ή και ολόκληρη πρόταση ή, τέλος, όταν χρησιμοποιούνται παρενθετικά. π.χ. Παρά τις δυσκολίες που συνάντησε, πέτυχε το στόχο του. Γι’ αυτό το λόγο, μόλις επέστρεψε από το εξωτερικό και αφού συνάντησε τους γονείς του, επισκέφθηκε χωρίς χρονοτριβή τον τόπο καταγωγής του. Η επιμονή σου, μεταξύ άλλων, με κάνει έξαλλο μαζί σου.
Μετοχές
Οι μετοχές κατά κανόνα δε χωρίζονται με κόμματα από τα προηγούμενα ή/και τα επόμενα (στα πλαίσια της πρότασης που ανήκουν). π.χ. Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού λάβαμε διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά (Οδ. Ελύτης, Άξιον Εστί). Χωρίζονται με κόμματα οι μετοχές που χρησιμοποιούνται παρενθετικά – επεξηγηματικά. π.χ. Έτσι κι αλλιώς, θέλοντας και μη, θα με ακολουθήσεις. Επίσης, όταν παρεμβάλλονται μεταξύ ρήματος και υποκειμένου και συνοδεύονται από προσδιορισμούς - οπότε, κατά κανόνα, ισοδυναμούν με δευτερεύουσα πρόταση. π.χ. Οι πρόσφυγες, σπρωγμένοι από ανάγκη και αναγκασμένοι από την ανέχεια, αναλάμβαναν οποιαδήποτε εργασία τους προσφερόταν.
Επιρρηματικοί προσδιορισμοί και βεβαιωτικά μόρια
Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί και τα βεβαιωτικά μόρια δε χωρίζονται με κόμματα από τα προηγούμενα ή τα επόμενα, όταν προσδιορίζουν μια λέξη της πρότασης - και συγκεκριμένα το ρήμα της - και, για τούτο, συνδέονται στενά μαζί της. π.χ. όπως σου έχω αναφέρει επανειλημμένα, θα έρθεις οπωσδήποτε μαζί μου. Αντίθετα, χωρίζονται με κόμματα, όταν βρίσκονται στην αρχή της πρότασης και έχουν έμφαση (είναι δηλ. ιδιαίτερα τονισμένα) ή λειτουργούν μεταβατικά (συνδέοντας δηλ. τα προηγούμενα με τα επόμενα) και όταν χρησιμοποιούνται παρενθετικά μέσα στην πρόταση. π.χ. Εντάξει, θα ικανοποιηθεί η επιθυμία σου. Οι επιλογές του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος δέχονται κατά παράδοση τα πυρά της αντιπολίτευσης. Η οικονομική πολιτική, για παράδειγμα, αποτελεί πεδίο συχνών αντιπαραθέσεων και τριβών. Όμοια χωρίζεται με κόμματα το συμπερασματικό λοιπόν, όταν χρησιμοποιείται παρενθετικά. π.χ. Η επιστροφή, λοιπόν, στις ρίζες μας αποτελεί επιτακτική ανάγκη.
Υποκείμενο και αντικείμενο
Το υποκείμενο ή το/τα αντικείμενο/α κανονικά δε χωρίζονται με κόμμα από το ρηματικό τύπο στον οποίο αναφέρονται, διότι αποτελούν αναγκαίο και άμεσο συμπλήρωμά του. Το ίδιο ισχύει για το κατηγορούμενο. π.χ. Οι θεατές όρθιοι χειροκροτούσαν τους ηθοποιούς και τους συντελεστές της παράστασης περισσότερο από πέντε λεπτά. Βέβαια, όταν το υποκείμενο ή το αντικείμενο απομακρύνεται από το ρήμα με την παρεμβολή προσδιορισμών ή δευτερευουσών προτάσεων, μπορεί να χωρίζεται με κόμματα – κυρίως για την αποφυγή νοηματικής σύγχυσης. π.χ. Ο υπουργός, πιεζόμενος από τους δημοσιογράφους και κάτω από το βάρος της ευθύνης, υπέβαλε την παραίτησή του.
Ονοματικοί ομοιόπτωτοι προσδιορισμοί
Από τους ομοιόπτωτους προσδιορισμούς (δηλ. τα ουσιαστικά και τα επίθετα που προσδιορίζουν μια λέξη της πρότασης και βρίσκονται στην ίδια πτώση μ’ αυτή) χωρίζονται με κόμμα από την προσδιοριζόμενη λέξη μόνο η παράθεση και η επεξήγηση (κατά κανόνα όχι οι επιθετικοί και οι κατηγορηματικοί προσδιορισμοί). π.χ. Ο κ. Γιαννακόπουλος, ο γείτονάς μας στο χωριό, αρρώστησε σοβαρά (παράθεση). Οι Κλέφτες τ’ απαντήσανε, οι Κολοκοτρωναίοι (επεξήγηση). Σε θέση παράθεσης και επεξήγησης μπορούν να χρησιμοποιούνται, εκτός από ονόματα, και άλλα μέρη του λόγου – ακόμη και ολόκληρη φράση ή πρόταση. π.χ. Τα παλιά χρόνια, στα νιάτα του, είχε πολλές επιτυχίες.
Προστακτική ενεργητικού αορίστου
Το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο της προστακτικής του ενεργητικού αορίστου, που λήγει κανονικά σε σύμφωνο και –τε, σε πιο λόγιες χρήσεις της γλώσσας (π.χ. στον επιστημονικό λόγο) λήγει σε –ετε: δέστε, κρύψτε, πλέξτε, δροσίστε αλλά αναφέρετε (αντί αναφέρτε), παραβλέψετε (αντί παραβλέψτε) κ.τ.ο. Οι τύποι αναφέρατε, παραβλέψατε κ.τ.ο., που κάποτε χρησιμοποιούνται, προέρχονται από παλαιότερες χρήσεις της γλώσσας μας.
Αύξηση
Όσα ρήματα αρχίζουν από σύμφωνο παίρνουν στην οριστική του παρατατικού και του αορίστου μπροστά από το θέμα ένα ε-, το οποίο λέγεται αύξηση. Η αύξηση αυτή μπαίνει όταν τονίζεται: έγραφα, έγραψα, έζησα... Χωρίς αύξηση σχηματίζονται κατά κανόνα οι υπόλοιποι ρηματικοί τύποι του αορίστου και παρατατικού που έχουν το ε- άτονο, προπάντων όταν είναι πολυσύλλαβοι: γράφαμε, γράψαμε, ζήσαμε, ξανάγραψε Όσα ρήματα αρχίζουν από φωνήεν ή δίψηφο (δίφθογγο), δεν παίρνουν αύξηση και δε μεταβάλλουν το αρχικό φωνήεν (σε αντίθεση με τα αρχαία ελληνικά): ορίζω, όριζα, όρισα/ ετοιμάζω, ετοίμαζα, ετοίμασα… Η αύξηση χάνεται στις άλλες εγκλίσεις (πλην οριστικής). Η προστακτική, λοιπόν, επανέλαβε – που συχνά χρησιμοποιούμε – είναι λανθασμένη (ως προστακτική – σωστή ως οριστική) και ο σωστός τύπος είναι επανάλαβε (χωρίς αύξηση). Ομοίως διάγραψε (αντί διέγραψε), παράλαβε (αντί παρέλαβε) κ.τ.ο. Συγχωρείται το επέστρεφε του Καβάφη (αντί του γραμματικά ορθού επίστρεφε).
Εσωτερική αύξηση
Μερικά σύνθετα ρήματα με πρώτο συνθετικό επίρρημα (πολύ, πάρα, καλά…) παίρνουν αύξηση στην αρχή του δεύτερου συνθετικού: δεν τον πολυέβλεπα, δεν το παραήθελε, αλλά δεν το καλοκατάλαβε (χωρίς αύξηση, διότι δεν τονίζεται). Εσωτερική αύξηση δέχονται και πολλά λόγια ρήματα σύνθετα με πρόθεση, ακολουθώντας τα πρότυπα της αρχαίας: εγκρίνω – ενέκρινα, εκφράζω – εξέφρασε, διαλύω – διέλυσε, διανέμω - διένειμαν. Ωστόσο, πολλά σύνθετα με πρόθεση ρήματα που κατάγονται από την αρχαία έχουν την τάση να σχηματίζονται χωρίς αύξηση: προστάζω – πρόσταξα (παρά προσέταξα) - ενώ μας φαίνεται αδιανόητος ο αναύξητος σχηματισμός επίστρεψε (αντί του επέστρεψε). Η αύξηση αυτή παρουσιάζεται μόνο στα τρία πρόσωπα του ενικού (ή και στο τρίτο πληθυντικό) της ενεργητικής φωνής όπου είναι τονισμένη. Στους άτονους τύπους χάνεται: εκφράζαμε, εκφράζανε (αλλά και εξέφραζαν), διαλύσαμε κ.τ.ο.
Ρηματικά θέματα
Κάθε ρήμα έχει δυο θέματα, από τα οποία σχηματίζονται οι χρόνοι του σε κάθε φωνή (ενεργητική – παθητική): - ενεστωτικό θέμα: δέν-ω (ενεστ.), έ-δεν-α (παρατ.), θα δέν-ω (εξακολουθητικός μέλλοντας). - αοριστικό θέμα: 1. θέμα ενεργητικού αορίστου: έ-δεσ-α (αόρ.), θα δέσ-ω (συνοπτικός/στιγμιαίος ενεργητ. μέλλ.), δέσ-ε (προστ. ενεργητ. αορ.), δέσ-ου (β΄ εν. προστ. παθητ. αορ.)… 2. θέμα παθητ. αορ.: δέθ-ηκα (παθητ. αορ.), θα δεθ-ώ (συνοπτ./στιγμ. παθητ. μέλλ.), έχω δεθ-εί (παθητ. παρακ.)… Οι χρόνοι που σχηματίζονται από αυτά τα δυο θέματα, δεν έχουν τη σημασία του ενεστώτα (παρόν) και του αορίστου (παρελθόν) παρά μόνο στην οριστική: δέν-ω/δέν-ομαι (τώρα), έ-δεσ-α/δέθ-ηκα (πριν). Στις άλλες εγκλίσεις δείχνουν τον ορισμένο διαφορετικό τρόπο με τον οποίο τοποθετούμε τη ρηματική πράξη μέσα στο χρόνο. Συγκεκριμένα, οι χρόνοι που σχηματίζονται από το ενεστωτικό θέμα παρουσιάζουν μια πράξη ή κατάσταση στη διάρκειά της, ενώ οι χρόνοι που σχηματίζονται από το θέμα του αορίστου την παρουσιάζουν συνοπτικά. Εύγλωττος ο σολωμικός στίχος (Ελεύθεροι Πολιορκημένοι): όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει
Καταλήξεις παρατατικού παθητικής φωνής
Στο πρώτο και δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο του παρατατικού της παθητικής φωνής χρησιμοποιούνται συχνά οι τύποι σε -μασταν, -σασταν, εκτός από τους κανονικούς σε -μαστε, -σαστε: θυμόμασταν, θυμόσασταν αντί θυμόμαστε, θυμόσαστε. Οι τύποι αυτοί, που συνηθίζονται σε μεγάλο μέρος της χώρας μας (κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα), επιβάλλονται από την ανάγκη να διακριθεί καλύτερα ο παρατατικός από τον ενεστώτα (θυμόμαστε: ενεστώτας, θυμόμασταν: παρατατικός) και είναι ορθοί ως παράλληλοι τύποι (άλλωστε είναι αποδεκτοί και χρησιμοποιούνται από πολλούς σύγχρονους συγγραφείς).
Το επίρρημα μέσα/ μες
Τι πρέπει να γράφουμε: μέσα στη θάλασσα, μες στη θάλασσα, μέσ’ στη θάλασσα ή μεσ’ τη θάλασσα;
Το επίρρημα έχει δυο γραφές (μέσα, μες). Από αυτές η δεύτερη (άτονη και χωρίς απόστροφο) έχει προέλθει από έκθλιψη του -α μπροστά από φωνήεν (πβ. μέσ’ από) και χρησιμοποιείται μπροστά από την πρόθεση σε (στον, στην, στο): μες στο σπίτι, μες στη θάλασσα, μες στο δρόμο (αντί: μέσα στο σπίτι κ.τ.ο.).
Η γραφή με απλή αιτιατική (π.χ. μεσ’ τη θάλασσα) είναι αδικαιολόγητη και λανθασμένη.
Η χρήση του και/ κι
Σύμφωνα με το γενικό κανόνα, ο σύνδεσμος και χρησιμοποιείται μπροστά από σύμφωνο, ενώ το κι μπροστά από φωνήεν: κι εγώ, κι εμείς, κι εμάς, κι αυτός, κι εδώ…
Το κι προήλθε από έκθλιψη του αι (:φθόγγος [e]) πριν από φωνήεν, μετά την οποία το κ, μπροστά από τους φθόγγους [i] ή [e] προφέρθηκε ως ουρανικό (δηλ. ως κι), προφορά που επεκτάθηκε μπροστά από κάθε φωνήεν: και εγώ > κ’ εγώ > κι εγώ.
Παραθετικά σε -ότερος και -ότατος
Στη δημοτική τα παραθετικά επίθετα σε -ότερος και -ότατος (συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού αντίστοιχα) γράφονται με ο: νεότερος, στενότερος, αξιότερος, χρησιμότερος (ενώ στην αρχαία ελληνική και στη λόγια παράδοση όσα έχουν βραχύ φωνήεν στην παραλήγουσα γράφονται με ω: νεώτερος, στενώτερος, σοφώτερος κ.τ.ο.
Με ω γράφονται τα παράγωγα των τοπικών επιρρημάτων άνω, κάτω, έσω, έξω και άπω: ανώτερος/-ώτατος, κατώτερος/-ώτατος, εσώτερος/-ώτατος, εξώτερος/-ώτατος, απώτερος/-ώτατος.
Σύνθετα αριθμητικά επίθετα
Τα σύνθετα επίθετα με πρώτο συνθετικό αριθμητικό και δεύτερο το επίθετο μισός, -ή, -ό (< ήμισος < ήμισυς, ημίσεια, ήμισυ) στη δημοτική γράφονται με ι στη λήγουσα (δηλ. έχουν τέρμα σε -μισι ή -ήμισι) και είναι άκλιτα (δηλ. δε μεταβάλλονται κατά την κλίση): δυόμισι, τρεισήμισι/ τριάμισι, τεσσερ(ε)ισήμισι/ τεσσεράμισι...
Εξαιρείται το επίθετο ενάμισης, μιάμιση, ενάμισι, που - ως σύνθετο με δεύτερο συνθετικό το ήμισυς, -εια, -υ - θα έπρεπε να γράφεται με υ, ωστόσο εντάχθηκε στην κλίση των επιθέτων που λήγουν σε -ης.
Διπλασιασμός του -ρ- σε σύνθετα
Στην αρχαία ελληνική οι λέξεις που αρχίζουν από ρ το διπλασιάζουν «εν συνθέσει», όταν η τελευταία συλλαβή του πρώτου συνθετικού είναι βραχύχρονη: άρρωστος (αλλά εύρωστος, διότι η δίφθογγος ευ είναι μακρά), έρριπτον (παρατατικός του ρήματος ρίπτω) κ.τ.ο.
Ο κανόνας αυτός διατηρείται και στη δημοτική, για ένα πλήθος λέξεων που ανάγονται στην αρχαία ή τη λόγια γλωσσική παράδοση: αμφίρροπος, ομόρρυθμος, αντίρρηση, απόρροια, άρρηκτος, απορρίπτω, περιρρέω, διαρροή κ.τ.ο.
Ωστόσο τα μεταπλαστά ρήματα της κοινής δημοτικής (αυτά που έχουν μεταβληθεί στη μορφολογική κυρίως δομή τους) δε διπλασιάζουν το ρ στους ιστορικούς χρόνους (παρατατικό και αόριστο), όπως τα αντίστοιχα ρήματα της αρχαίας: ράβω - έραβα - έραψα (ενώ: ράπτω - ερράφην), ρίχνω - έριχνα - έριξα (ενώ: ρίπτω - έρριπτον - έρριψα).
Επίσης δε διπλασιάζουν το ρ τα νεότερα σύνθετα της ελληνικής: αναρωτιέμαι, μονορούφι, ξεράβω, ξεριζώνω, ξαναρωτώ, ξαναρίχνω κ.τ.ο.

(πηγή: www.asprilexi.gr, Ευχαριστούμε)