|
ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ - Διοίκηση, Καθεστώς του Αγίου Όρους, Αναθεώρηση του Συντάγματος (Αρθρα 101-120) |
ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου
και Αδιαιρέτου Τριάδος
ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄
Διοίκηση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Οργάνωση της διοίκησης
Άρθρο 101
1. Η διοίκηση του Κράτους οργανώνεται σύμφωνα με το αποκεντρωτικό
σύστημα.
2. Η διοικητική διαίρεση της Χώρας διαμορφώνεται με βάση τις
γεωοικονομικές, κοινωνικές και συγκοινωνιακές συνθήκες.
**3. Τα περιφερειακά όργανα του Κράτους έχουν γενική αποφασιστική
αρμοδιότητα για τις υποθέσεις της περιφέρειάς τους. Τα κεντρικά
όργανα του Κράτους, εκτός από ειδικές αρμοδιότητες, έχουν τη γενική
κατεύθυνση, το συντονισμό και τον έλεγχο νομιμότητας των πράξεων των
περιφερειακών οργάνων, όπως νόμος ορίζει.
**Ερμηνευτική δήλωση:
Ο κοινός νομοθέτης και η διοίκηση όταν δρα κανονιστικά έχουν
υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες των νησιωτικών
περιοχών.
**Άρθρο 101Α
1. Όπου από το Σύνταγμα προβλέπεται η συγκρότηση και η λειτουργία
ανεξάρτητης αρχής, τα μέλη της διορίζονται με ορισμένη θητεία και
διέπονται από προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, όπως νόμος
ορίζει.
2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την επιλογή και την υπηρεσιακή
κατάσταση του επιστημονικού και λοιπού προσωπικού της υπηρεσίας που
οργανώνεται για την υποστήριξη της λειτουργίας κάθε ανεξάρτητης
αρχής. Τα πρόσωπα που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές πρέπει να
έχουν τα ανάλογα προσόντα, όπως νόμος ορίζει. Η επιλογή τους γίνεται
με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και με επιδίωξη
ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων
των μελών της. Τα σχετικά με τη διαδικασία επιλογής ορίζονται από
τον Κανονισμό της Βουλής.
3. Με τον Κανονισμό της Βουλής ρυθμίζονται όσα αφορούν τη σχέση των
ανεξάρτητων αρχών με τη Βουλή και ο τρόπος άσκησης του
κοινοβουλευτικού ελέγχου.
**Άρθρο 102
1. Η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους οργανισμούς τοπικής
αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού. Υπέρ των οργανισμών
τοπικής αυτοδιοίκησης συντρέχει τεκμήριο αρμοδιότητας για τη
διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Νόμος καθορίζει το εύρος και τις
κατηγορίες των τοπικών υποθέσεων, καθώς και την κατανομή τους στους
επί μέρους βαθμούς. Με νόμο μπορεί να ανατίθεται στους οργανισμούς
τοπικής αυτοδιοίκησης η άσκηση αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή
του Κράτους.
2. Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν διοικητική και
οικονομική αυτοτέλεια. Οι αρχές τους εκλέγονται με καθολική και
μυστική ψηφοφορία, όπως νόμος ορίζει.
3. Με νόμο μπορεί να προβλέπονται για την εκτέλεση έργων ή την
παροχή υπηρεσιών ή την άσκηση αρμοδιοτήτων των οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης αναγκαστικοί ή εκούσιοι σύνδεσμοι οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης που διοικούνται από αιρετά όργανα.
4. Το Κράτος ασκεί στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης εποπτεία
που συνίσταται αποκλειστικά σε έλεγχο νομιμότητας και δεν
επιτρέπεται να εμποδίζει την πρωτοβουλία και την ελεύθερη δράση
τους. Ο έλεγχος νομιμότητας ασκείται, όπως νόμος ορίζει. Πειθαρχικές
ποινές στα αιρετά όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης, εκτός από τις
περιπτώσεις που συνεπάγονται αυτοδικαίως έκπτωση ή αργία,
επιβάλλονται μόνο ύστερα από σύμφωνη γνώμη συμβουλίου που
αποτελείται κατά πλειοψηφία από τακτικούς δικαστές, όπως νόμος
ορίζει.
5. Το Κράτος λαμβάνει τα νομοθετικά, κανονιστικά και δημοσιονομικά
μέτρα που απαιτούνται για την εξασφάλιση της οικονομικής αυτοτέλειας
και των πόρων που είναι αναγκαίοι για την εκπλήρωση της αποστολής
και την άσκηση των αρμοδιοτήτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης
με ταυτόχρονη διασφάλιση της διαφάνειας κατά τη διαχείριση των πόρων
αυτών. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την απόδοση και κατανομή, μεταξύ
των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των φόρων ή τελών που
καθορίζονται υπέρ αυτών και εισπράττονται από το Κράτος. Κάθε
μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από κεντρικά ή περιφερειακά όργανα του
Κράτους προς την τοπική αυτοδιοίκηση συνεπάγεται και τη μεταφορά των
αντίστοιχων πόρων. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τον καθορισμό και την
είσπραξη τοπικών εσόδων απευθείας από τους οργανισμούς τοπικής
αυτοδιοίκησης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕPΟ
Υπηρεσιακή κατάσταση των οργάνων της διοίκησης
Άρθρο 103
1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους
και υπηρετούν το Λαό• οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην
Πατρίδα. Τα προσόντα και ο τρόπος του διορισμού τους ορίζονται από
το νόμο.
2. Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που
δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό
νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με
προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση
ιδιωτικού δικαίου.
3. Οργανικές θέσεις ειδικού Επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή
βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που
προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους
για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες
έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται.
4. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι
εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά
σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που
αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν
μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ούτε να υποβιβαστούν ή να
παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται
τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους.
Κατά των αποφάσεων των συμβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο
Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως νόμος ορίζει.
5. Με νόμο μπορεί να εξαιρούνται από τη μονιμότητα ανώτατοι
διοικητικοί υπάλληλοι που κατέχουν θέσεις εκτός της υπαλληλικής
ιεραρχίας, οι διοριζόμενοι απευθείας με βαθμό πρεσβευτικό, οι
υπάλληλοι της Προεδρίας της Δημοκρατίας και των γραφείων του
Πρωθυπουργού, των Υπουργών και Υφυπουργών.
6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έχουν εφαρμογή και στους
υπαλλήλους της Βουλής, οι οποίοι κατά τα λοιπά διέπονται εξ
ολοκλήρου από τον Κανονισμό της, καθώς και στους υπαλλήλους των
οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου.
**7. Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο
τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της
παραγράφου 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με
προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο
ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει.
Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που
περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας ή
ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού για θέσεις το αντικείμενο
των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ή
προσιδιάζει σε σχέση εντολής.
**8. Νόμος ορίζει τους όρους, και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων
εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο
τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε
οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της
παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών
κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα
καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου.
Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο
πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι
απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους
απασχολουμένους με σύμβαση έργου.
**9. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες
του "Συνηγόρου του Πολίτη" που λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή.
Άρθρο 104
1. Κανένας από τους υπαλλήλους που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο
δεν μπορεί να διοριστεί σε άλλη θέση δημόσιας υπηρεσίας ή οργανισμού
τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή
δημόσιας επιχείρησης ή οργανισμού κοινής ωφέλειας. Κατ' εξαίρεση
μπορεί να επιτραπεί με ειδικό νόμο ο διορισμός και σε δεύτερη θέση,
εφόσον τηρούνται οι διατάξεις της επόμενης παραγράφου.
2. Οι κάθε είδους πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές των υπαλλήλων του
προηγούμενου άρθρου δεν μπορεί να είναι κατά μήνα ανώτερες από το
σύνολο των αποδοχών της οργανικής τους θέσης.
3. Δεν απαιτείται προηγούμενη άδεια για να εισαχθούν σε δίκη
δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και υπάλληλοι οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤPΙΤΟ
Καθεστώς του Αγίου Όρους
Άρθρο 105
1. Η χερσόνησος του Άθω, από τη Μεγάλη Βίγλα και πέρα, η οποία
αποτελεί την περιοχή του Αγίου Όρους, είναι, σύμφωνα με το αρχαίο
προνομιακό καθεστώς του, αυτοδιοίκητο τμήμα του Ελληνικού Κράτους,
του οποίου η κυριαρχία πάνω σ' αυτό παραμένει άθικτη. Από πνευματική
άποψη το Άγιο Όρος διατελεί υπό την άμεση δικαιοδοσία του
Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όλοι όσοι μονάζουν σ' αυτό αποκτούν την
ελληνική ιθαγένεια μόλις προσληφθούν ως δόκιμοι ή μοναχοί, χωρίς
άλλη διατύπωση.
2. Το Άγιο Όρος διοικείται, σύμφωνα με το καθεστώς του, από τις
είκοσι Ιερές Μονές του, μεταξύ των οποίων είναι κατανεμημένη
ολόκληρη η χερσόνησος του Άθω, το έδαφος της οποίας είναι
αναπαλλοτρίωτο.
Η διοίκησή του ασκείται από αντιπροσώπους των Ιερών Μονών, οι οποίοι
αποτελούν την Ιερή Κοινότητα. Δεν επιτρέπεται καμία απολύτως
μεταβολή στο διοικητικό σύστημα ή στον αριθμό των Μονών του Αγίου
Όρους, ούτε στην ιεραρχική τάξη και τη θέση τους προς τα υποτελή
τους εξαρτήματα. Απαγορεύεται να εγκαταβιώνουν στο Άγιο Όρος
ετερόδοξοι ή σχισματικοί.
3. Ο λεπτομερής καθορισμός των αγιορειτικών καθεστώτων και του
τρόπου της λειτουργίας τους γίνεται από τον Καταστατικό Χάρτη του
Αγίου Όρους, τον οποίο, με σύμπραξη του αντιπροσώπου του Κράτους,
συντάσσουν και ψηφίζουν οι είκοσι Ιερές Μονές και τον επικυρώνουν το
Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Βουλή των Ελλήνων.
4. Η ακριβής τήρηση των αγιορειτικών καθεστώτων τελεί ως προς το
πνευματικό μέρος υπό την ανώτατη εποπτεία του Οικουμενικού
Πατριαρχείου και ως προς το διοικητικό μέρος υπό την εποπτεία του
Κράτους, στο οποίο ανήκει αποκλειστικά και η διαφύλαξη της δημόσιας
τάξης και ασφάλειας.
5. Οι πιο πάνω εξουσίες του Κράτους ασκούνται από διοικητή, του
οποίου τα δικαιώματα και καθήκοντα καθορίζονται με νόμο.
Με νόμο επίσης καθορίζονται η δικαστική εξουσία που ασκούν οι
μοναστηριακές αρχές και η Ιερή Κοινότητα, καθώς και τα τελωνειακά
και φορολογικά πλεονεκτήματα του Αγίου Όρους.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑPΤΟ
Ειδικές τελικές και μεταβατικές διατάξεις
ΤΜΗΜΑ Α΄
Ειδικές διατάξεις
Άρθρο 106
1. Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του
γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την
οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την
οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας. Λαμβάνει
τα επιβαλλόμενα μέτρα για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού
πλούτου, από την ατμόσφαιρα και τα υπόγεια ή υποθαλάσσια κοιτάσματα,
για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης και την προαγωγή ιδίως
της οικονομίας των ορεινών, νησιωτικών και παραμεθόριων περιοχών.
2. Η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται
σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη
της εθνικής οικονομίας.
3. Με την επιφύλαξη της προστασίας που παρέχεται από το άρθρο 107 ως
προς την επανεξαγωγή κεφαλαίων εξωτερικού, μπορεί να ρυθμίζονται με
νόμο τα σχετικά με την εξαγορά επιχειρήσεων ή την αναγκαστική
συμμετοχή σ' αυτές του Κράτους ή άλλων δημόσιων φορέων, εφόσον οι
επιχειρήσεις αυτές έχουν χαρακτήρα μονοπωλίου ή ζωτική σημασία για
την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, ή έχουν ως κύριο σκοπό
την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο.
4. Το τίμημα της εξαγοράς ή το αντάλλαγμα της αναγκαστικής
συμμετοχής του Κράτους ή άλλων δημόσιων φορέων καθορίζεται
απαραιτήτως δικαστικώς και πρέπει να είναι πλήρες, ώστε να
ανταποκρίνεται στην αξία της επιχείρησης που εξαγοράζεται ή της
συμμετοχής σ' αυτή.
5. Μέτοχος, εταίρος ή κύριος επιχείρησης, της οποίας ο έλεγχος
περιέρχεται στο Κράτος ή σε φορέα που ελέγχεται απ' αυτό εξαιτίας
αναγκαστικής συμμετοχής, κατά την παράγραφο 3, δικαιούται να ζητήσει
την εξαγορά της συμμετοχής του στην επιχείρηση, όπως νόμος ορίζει.
6. Νόμος μπορεί να ορίσει τα σχετικά με τη συμμετοχή στη δαπάνη του
Δημοσίου αυτών που ωφελούνται από την εκτέλεση έργων κοινής ωφέλειας
ή γενικότερης σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη της Χώρας.
Ερμηνευτική δήλωση:
Δεν περιλαμβάνεται στην κατά την παράγραφο 4 αξία αυτή που οφείλεται
στον τυχόν μονοπωλιακό χαρακτήρα της επιχείρησης.
Άρθρο 107
1. Η πριν από την 21 Απριλίου 1967 νομοθεσία με αυξημένη τυπική ισχύ
για την προστασία κεφαλαίων εξωτερικού διατηρεί την αυξημένη τυπική
ισχύ που είχε και εφαρμόζεται και στα κεφάλαια που θα εισάγονται στο
εξής.
Την ίδια ισχύ έχουν και οι διατάξεις των Κεφαλαίων Α΄ έως και Δ΄ του
τμήματος Α΄ του νόμου 27/75 "περί φορολογίας πλοίων, επιβολής
εισφοράς προς ανάπτυξιν της εμπορικής ναυτιλίας, εγκαταστάσεως
αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων".
2. Νόμος, που εκδίδεται μία φορά μόνο μέσα σε τρεις μήνες από την
ισχύ του Συντάγματος, ορίζει τους όρους και τη διαδικασία για την
αναθεώρηση ή λύση των εγκριτικών διοικητικών πράξεων που εκδόθηκαν
με οποιονδήποτε τύπο κατ' εφαρμογήν του νομοθετικού διατάγματος
2687/1953 ή των συμβάσεων που έχουν συναφθεί από 21 Απριλίου 1967
έως 23 Ιουλίου 1974 για επενδύσεις κεφαλαίων εξωτερικού, με εξαίρεση
εκείνες που αφορούν τη νηολόγηση πλοίων με ελληνική σημαία.
Άρθρο 108
1. Το Κράτος μεριμνά για τη ζωή του απόδημου ελληνισμού και τη
διατήρηση των δεσμών του με τη μητέρα Πατρίδα. Επίσης μεριμνά για
την παιδεία και την κοινωνική και επαγγελματική προαγωγή των Ελλήνων
που εργάζονται έξω από την επικράτεια.
**2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την οργάνωση, τη λειτουργία και τις
αρμοδιότητες του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, που έχει ως
αποστολή του την έκφραση όλων των δυνάμεων του απανταχού ελληνισμού.
Άρθρο 109
1. Δεν επιτρέπεται η μεταβολή του περιεχομένου ή των όρων διαθήκης,
κωδικέλλου ή δωρεάς, ως προς τις διατάξεις τους υπέρ του Δημοσίου ή
υπέρ κοινωφελούς σκοπού.
2. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επωφελέστερη αξιοποίηση ή διάθεση,
για τον ίδιο ή άλλο κοινωφελή σκοπό, εκείνου που καταλείφθηκε ή
δωρήθηκε, στην περιοχή που καθόρισε ο δωρητής ή ο διαθέτης ή στην
ευρύτερή της περιφέρεια, όταν βεβαιωθεί με δικαστική απόφαση ότι η
θέληση του διαθέτη ή του δωρητή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, για
οποιονδήποτε λόγο, καθόλου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του
περιεχομένου της, καθώς και αν μπορεί να ικανοποιηθεί πληρέστερα με
τη μεταβολή της εκμετάλλευσης, όπως νόμος ορίζει.
**3. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη σύνταξη μητρώου κληροδοτημάτων
γενικά και ανά περιφέρεια, την καταγραφή και ταξινόμηση των
περιουσιακών τους στοιχείων, τη διοίκηση και διαχείριση του κάθε
κληροδοτήματος σύμφωνα με τη βούληση του διαθέτη ή δωρητή και κάθε
άλλο συναφές ζήτημα.
ΤΜΗΜΑ Β΄
Αναθεώρηση του Συντάγματος
Άρθρο 110
1. Οι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση, εκτός από
εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως
Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, καθώς και από τις
διατάξεις των άρθρων 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφοι 1, 4 και 7, 5
παράγραφοι 1 και 3, 13 παράγραφος 1 και 26.
2. Η ανάγκη της αναθεώρησης του Συντάγματος διαπιστώνεται με απόφαση
της Βουλής που λαμβάνεται, ύστερα από πρόταση πενήντα τουλάχιστον
βουλευτών, με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των
μελών της σε δύο ψηφοφορίες που απέχουν μεταξύ τους έναν τουλάχιστον
μήνα. Με την απόφαση αυτή καθορίζονται ειδικά οι διατάξεις που
πρέπει να αναθεωρηθούν.
3. Αφού η αναθεώρηση αποφασιστεί από τη Βουλή, η επόμενη Βουλή, κατά
την πρώτη σύνοδό της, αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου
αριθμού των μελών της σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις.
4. Αν η πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγματος έλαβε την πλειοψηφία
του όλου αριθμού των βουλευτών, όχι όμως και την πλειοψηφία των
τριών πέμπτων, σύμφωνα με την παράγραφο 2, η επόμενη Βουλή κατά την
πρώτη σύνοδό της μπορεί να αποφασίσει σχετικά με τις αναθεωρητέες
διατάξεις με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των
μελών της.
5. Κάθε ψηφιζόμενη αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος δημοσιεύεται
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μέσα σε δέκα ημέρες αφότου
επιψηφιστεί από τη Βουλή και τίθεται σε ισχύ με ειδικό ψήφισμά της.
6. Δεν επιτρέπεται αναθεώρηση του Συντάγματος πριν περάσει πενταετία
από την περάτωση της προηγούμενης.
ΤΜΗΜΑ Γ΄
Μεταβατικές διατάξεις
Άρθρο 111
1. Κάθε διάταξη νόμου ή διοικητικής πράξης με κανονιστικό χαρακτήρα,
που είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, καταργείται από την έναρξη της
ισχύος του.
2. Συντακτικές πράξεις που εκδόθηκαν από τις 24 Ιουλίου 1974 έως τη
σύγκληση της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, καθώς και Ψηφίσματά της,
εξακολουθούν να ισχύουν και κατά τις διατάξεις τους τις αντίθετες
προς το Σύνταγμα και επιτρέπεται να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν
με νόμο. Από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος καταργείται η
διάταξη του άρθρου 8 της Συντακτικής Πράξης της 3/3.9.1974, ως προς
το όριο ηλικίας για την αποχώρηση των καθηγητών ανώτατων
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
3. Εξακολουθούν να ισχύουν: α) το άρθρο 2 του π.δ. 700 της 9/9
Οκτωβρίου 1974 "περί μερικής επαναφοράς εν ισχύι των άρθρων 5, 6, 8,
10, 12, 14, 95 και 97 του Συντάγματος και άρσεως του νόμου περί
καταστάσεως πολιορκίας" και β) το ν.δ. αριθ. 167 της 16/16 Νοεμβρίου
1974 "περί χορηγήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά των
αποφάσεων του στρατιωτικού δικαστηρίου", τα οποία επιτρέπεται να
τροποποιηθούν ή να καταργηθούν με νόμο.
4. Το ψήφισμα της 16/29 Απριλίου 1952 εξακολουθεί να ισχύει για έξι
μήνες από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος. Μέσα στην προθεσμία
αυτή επιτρέπεται να τροποποιηθούν, συμπληρωθούν ή καταργηθούν με
νόμο οι συντακτικές πράξεις και τα ψηφίσματα που αναφέρονται στην
παράγραφο 1 του άρθρου 3 του ψηφίσματος αυτού ή να διατηρηθούν
ορισμένες συντακτικές πράξεις και ψηφίσματα, εν όλω ή εν μέρει, και
αφού περάσει η προθεσμία αυτή, με τον περιορισμό ότι οι διατάξεις
που τροποποιούνται, συμπληρώνονται ή διατηρούνται σε ισχύ δεν μπορεί
να είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα.
5. Έλληνες που στερήθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο την ιθαγένειά τους
έως την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος, την αποκτούν πάλι ύστερα
από κρίση ειδικών επιτροπών από δικαστικούς λειτουργούς, όπως νόμος
ορίζει.
6. Η διάταξη του άρθρου 19 του ν.δ. 3370/1955 "περί κυρώσεως του
Κώδικος Ελληνικής Ιθαγενείας" εξακολουθεί να ισχύει ώσπου να
καταργηθεί με νόμο.
Άρθρο 112
1. Σε θέματα που για τη ρύθμισή τους προβλέπεται ρητά από διατάξεις
του Συντάγματος η έκδοση νόμου, οι κατά περίπτωση νόμοι ή
διοικητικές πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα, που υπάρχουν κατά την
έναρξη της ισχύος του, εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να εκδοθεί ο
νόμος που προβλέπεται κατά περίπτωση, εκτός αν είναι αντίθετες προς
τις διατάξεις του Συντάγματος.
2. Οι διατάξεις των άρθρων 109 παράγραφος 2 και 79 παράγραφος 8
αρχίζουν να εφαρμόζονται από την έναρξη της ισχύος του νόμου που
προβλέπεται ειδικά από καθεμία από αυτές και που θα εκδοθεί το
αργότερο έως το τέλος του έτους 1976. Ώσπου να αρχίσει να ισχύει ο
νόμος που προβλέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 109 εξακολουθεί
να εφαρμόζεται η συντακτική και νομοθετική ρύθμιση που υπάρχει κατά
την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος.
3. Κατά την έννοια της συντακτικής πράξης της 5 Οκτωβρίου 1974, που
διατηρείται σε ισχύ, η αναστολή εκτέλεσης των καθηκόντων των
καθηγητών αφότου εκλέχθηκαν βουλευτές δεν εκτείνεται, κατά την
παρούσα βουλευτική περίοδο, στη διδασκαλία, την έρευνα, τη
συγγραφική εργασία και την επιστημονική απασχόληση στα εργαστήρια
και τα σπουδαστήρια των οικείων σχολών, αποκλείεται όμως η συμμετοχή
τους στη διοίκηση των σχολών και την εκλογή γενικά του διδακτικού
προσωπικού ή την εξέταση των σπουδαστών.
4. Η εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 16 για τα έτη υποχρεωτικής
φοίτησης θα ολοκληρωθεί με νόμο μέσα σε πέντε έτη από την έναρξη της
ισχύος του Συντάγματος.
Άρθρο 113
Ο Κανονισμός της Βουλής καθώς και τα ψηφίσματα που αναφέρονται σ'
αυτόν και οι νόμοι για τη λειτουργία της Βουλής εξακολουθούν να
ισχύουν έως την έναρξη της ισχύος του νέου Κανονισμού της Βουλής,
εκτός αν είναι αντίθετοι προς τους ορισμούς του Συντάγματος.
Για τη λειτουργία των κατά τα άρθρα 70 και 71 του Συντάγματος
Τμημάτων της Βουλής εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του
τελευταίου Κανονισμού των εργασιών της Ειδικής Νομοθετικής Επιτροπής
του άρθρου 35 του Συντάγματος της 1ης Ιανουαρίου 1952, σύμφωνα με
όσα ορίζει ειδικότερα το άρθρο 3 του Α΄ ψηφίσματος της 24.12.1974.
Εωσότου αρχίσει να ισχύει ο νέος Κανονισμός της Βουλής, η Επιτροπή
του άρθρου 71 του Συντάγματος συγκροτείται από εξήντα τακτικά μέλη
και τριάντα αναπληρωματικά, που ο Πρόεδρος της Βουλής επιλέγει από
όλα τα κόμματα και τις ομάδες, ανάλογα με τη δύναμή τους. Αν έως τη
δημοσίευση του νέου Κανονισμού υπάρξει αμφισβήτηση για τις διατάξεις
που πρέπει να εφαρμόζονται κάθε φορά, αποφαίνεται η Ολομέλεια ή το
Τμήμα της Βουλής, κατά τη λειτουργία του οποίου γεννήθηκε το ζήτημα.
Άρθρο 114
1. Η εκλογή του πρώτου Προέδρου της Δημοκρατίας πρέπει να
πραγματοποιηθεί το αργότερο μέσα σε δύο μήνες από τη δημοσίευση του
Συντάγματος σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής, που προσκαλείται από
τον Πρόεδρό της πριν από πέντε τουλάχιστον ημέρες, και εφαρμόζονται
αναλόγως όσα ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής για την εκλογή του
Προέδρου της.
Ο εκλεγόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναλαμβάνει τα καθήκοντά του
αφότου ορκιστεί, το αργότερο μέσα σε πέντε ημέρες από την εκλογή
του.
Ο κατά το άρθρο 49 παράγραφος 5 νόμος για τη ρύθμιση θεμάτων που
αφορούν την ευθύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας εκδίδεται
υποχρεωτικά έως την 31 Δεκεμβρίου 1975.
Εωσότου αρχίσει να ισχύει ο κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 33
νόμος, τα θέματα που αναφέρονται σ' αυτή διέπονται από τις διατάξεις
που αφορούν τον προσωρινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
2. Αφότου αρχίσει να ισχύει το Σύνταγμα και ώσπου να αναλάβει τα
καθήκοντά του ο οριστικός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο προσωρινός
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ασκεί τις αρμοδιότητες που το Σύνταγμα
αναγνωρίζει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με τους περιορισμούς του
άρθρου 2 του ψηφίσματος Β΄ της 24.12.1974 της Ε΄ Αναθεωρητικής
Βουλής.
Άρθρο 115
1. Ώσπου να εκδοθεί ο νόμος που προβλέπεται από το άρθρο 86
παράγραφος 1, εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις για τη δίωξη,
ανάκριση και εκδίκαση των κατά τα άρθρα 49 παράγραφος 1 και 85
πράξεων και παραλείψεων.
2. Ο νόμος που προβλέπεται στο άρθρο 100 πρέπει να εκδοθεί το
αργότερο μέσα σε ένα έτος αφότου ισχύσει το Σύνταγμα. Εωσότου
εκδοθεί αυτός ο νόμος και αρχίσει να λειτουργεί το Ανώτατο Ειδικό
Δικαστήριο που συνιστάται:
α) Οι αμφισβητήσεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 2 του άρθρου
55 και το άρθρο 57 επιλύονται με απόφαση της Βουλής, σύμφωνα με τις
διατάξεις του Κανονισμού της που αφορούν προσωπικά θέματα.
β) Ο έλεγχος του κύρους και των αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος που
ενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2, καθώς και η εκδίκαση
ενστάσεων κατά του κύρους και των αποτελεσμάτων των βουλευτικών
εκλογών σύμφωνα με το άρθρο 58, ασκείται από το Ειδικό Δικαστήριο
του άρθρου 73 του Συντάγματος της 1ης Ιανουαρίου 1952, και
εφαρμόζεται η διαδικασία των άρθρων 116 επόμενα του Π.Δ. 650/1974.
γ) Η άρση των συγκρούσεων του άρθρου 100 παράγραφος 1 εδάφιο δ΄
υπάγεται στη δικαιοδοσία του κατά το άρθρο 85 του Συντάγματος της
1ης Ιανουαρίου 1952 Δικαστηρίου Συγκρούσεως Καθηκόντων• διατηρούνται
προσωρινά σε ισχύ και οι νόμοι για την οργάνωση, λειτουργία και
διαδικασία στο δικαστήριο αυτό.
3. Ώσπου να αρχίσει να ισχύει ο νόμος που προβλέπεται από το άρθρο
99, οι αγωγές κακοδικίας εκδικάζονται σύμφωνα με τους ορισμούς του
άρθρου 110 του Συντάγματος της 1ης Ιανουαρίου 1952 από το δικαστήριο
που προβλέπεται από το άρθρο αυτό και κατά τη διαδικασία που ισχύει
κατά το χρόνο της δημοσίευσης του παρόντος Συντάγματος.
4. Ώσπου να αρχίσει να ισχύει ο νόμος που προβλέπεται από την
παράγραφο 3 του άρθρου 87 και ώσπου να συγκροτηθούν τα δικαστικά και
πειθαρχικά συμβούλια που προβλέπονται από τα άρθρα 90 παράγραφοι 1
και 2, και 91, εξακολουθούν να ισχύουν οι σχετικές διατάξεις που
υφίστανται κατά την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος. Οι νόμοι για
τα θέματα αυτά πρέπει να εκδοθούν το αργότερο μέσα σε ένα έτος από
την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος.
5. Ώσπου να αρχίσουν να ισχύουν οι νόμοι που αναφέρονται στο άρθρο
92, εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις που υφίστανται κατά την
έναρξη της ισχύος του Συντάγματος. Οι νόμοι αυτοί πρέπει να εκδοθούν
το αργότερο μέσα σε ένα έτος από την ισχύ του Συντάγματος.
6. Ο ειδικός νόμος του άρθρου 57 παράγραφος 5 πρέπει να εκδοθεί μέσα
σε έξι μήνες από την έναρξη ισχύος του Συντάγματος.
**7. Το προβλεπόμενο στο προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του
άρθρου 57 επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών τίθεται σε ισχύ με
τη δημοσίευση του προβλεπόμενου στην ίδια διάταξη νόμου και το
αργότερο την 1.1.2003.
Άρθρο 116
1. Διατάξεις υφιστάμενες που είναι αντίθετες προς το άρθρο 4
παράγραφος 2 εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να καταργηθούν με νόμο,
το αργότερο έως την 31 Δεκεμβρίου 1982.
**2. Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την
προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά
για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε
βάρος των γυναικών.
3. Κανονιστικές υπουργικές αποφάσεις, καθώς και διατάξεις συλλογικών
συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων για τη ρύθμιση αμοιβής της
εργασίας που είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του άρθρου 22
παράγραφος 1 εξακολουθούν να ισχύουν έως την αντικατάστασή τους, που
συντελείται το αργότερο μέσα σε τρία έτη από την έναρξη της ισχύος
του Συντάγματος.
Άρθρο 117
1. Οι νόμοι που εκδόθηκαν έως την 21.4.1967 κατ' εφαρμογήν του
άρθρου 104 του Συντάγματος της 1ης Ιανουαρίου 1952, θεωρούνται ότι
δεν είναι αντίθετοι προς το παρόν Σύνταγμα και διατηρούνται σε ισχύ.
2. Επιτρέπεται, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 17, η νομοθετική
ρύθμιση και διάλυση αγροληψιών και άλλων εδαφικών βαρών που
υφίστανται ακόμη, η εξαγορά από εμφυτευτές της ψιλής κυριότητας
εμφυτευτικών κτημάτων, καθώς και η κατάργηση και ρύθμιση ιδιόρρυθμων
εμπράγματων σχέσεων.
3. Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή
καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή
αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν
πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και
αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό.
4. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση δασών ή δασικών εκτάσεων που ανήκουν
σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου επιτρέπεται
μόνο υπέρ του Δημοσίου σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 17, για
λόγους δημόσιας ωφέλειας• διατηρείται πάντως η μορφή τους αμετάβλητη
ως δασική.
5. Οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν ή που θα κηρυχθούν
εωσότου οι κείμενοι νόμοι για τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις
προσαρμοστούν στις διατάξεις του Συντάγματος διέπονται από τις
διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο που κηρύσσονται.
6. Οι παράγραφοι 3 και 5 του άρθρου 24 εφαρμόζονται στις οικιστικές
περιοχές που αναγνωρίζονται ή αναμορφώνονται αφότου ισχύσουν οι
νόμοι που προβλέπονται στις παραγράφους αυτές.
**7. Η ισχύς της αναθεωρημένης διάταξης του πρώτου εδαφίου της
παραγράφου 4 του άρθρου 17 αρχίζει με τη θέση σε ισχύ του σχετικού
εκτελεστικού νόμου και πάντως από 1.1.2002.
Άρθρο 118
1. Αφότου αρχίσει να ισχύει το Σύνταγμα οι δικαστικοί λειτουργοί,
από το βαθμό του προέδρου ή εισαγγελέα εφετών και άνω, ή τον
αντίστοιχο με αυτούς, αποχωρούν από την υπηρεσία, όπως έως τώρα,
μόλις συμπληρώσουν το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας τους• το όριο
αυτό μειώνεται από το έτος 1977 κατά ένα έτος ετησίως έως το
εξηκοστό έβδομο έτος.
2. Ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, που δεν υπηρετούσαν κατά την
έναρξη της ισχύος της συντακτικής πράξης της 4/5 Σεπτεμβρίου 1974
"περί αποκαταστάσεως της τάξεως και ευρυθμίας εν τη Δικαιοσύνη", και
υποβιβάστηκαν σύμφωνα με την πράξη αυτή λόγω του χρόνου που
πραγματοποιήθηκε η προαγωγή τους, και κατά των οποίων δεν ασκήθηκε η
κατά το άρθρο 6 της ίδιας συντακτικής πράξης πειθαρχική δίωξη,
παραπέμπονται υποχρεωτικά από τον αρμόδιο Υπουργό στο Ανώτατο
Πειθαρχικό Συμβούλιο μέσα σε τρεις μήνες από την ισχύ του
Συντάγματος.
Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφαίνεται αν οι συνθήκες της
προαγωγής μείωσαν το κύρος και την ιδιάζουσα υπηρεσιακή θέση εκείνου
που είχε προαχθεί και αποφαίνεται οριστικά αν θα αποκτήσει πάλι ή
όχι το βαθμό που έχασε αυτομάτως, καθώς και τα δικαιώματα που
συνδέονται με αυτόν• αποκλείεται η είσπραξη αναδρομικά διαφοράς
αποδοχών ή σύνταξης.
Η απόφαση εκδίδεται υποχρεωτικά μέσα σε τρεις μήνες από την
παραπομπή.
Οι στενότεροι κατά βαθμό συγγενείς του δικαστικού που υποβιβάστηκε
και πέθανε, οι οποίοι βρίσκονται στη ζωή, μπορούν να ασκήσουν στο
Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο όλα τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται
στους δικαζομένους.
3. Ώσπου να εκδοθεί ο κατά το άρθρο 101 παράγραφος 3 νόμος
εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για την
κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ κεντρικών και περιφερειακών υπηρεσιών.
Οι διατάξεις αυτές μπορεί να τροποποιούνται με τη μεταφορά ειδικών
αρμοδιοτήτων από τις κεντρικές στις περιφερειακές υπηρεσίες.
**4. Η ισχύς των αναθεωρημένων διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του
άρθρου 89 αρχίζει με τη θέση σε ισχύ του σχετικού εκτελεστικού νόμου
και πάντως από 1.1.2002.
**5. Οι πρόεδροι ανώτατων δικαστηρίων, ο Εισαγγελέας του Αρείου
Πάγου, οι γενικοί επίτροποι των διοικητικών δικαστηρίων και του
Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και ο Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου
του Κράτους που υπηρετούν κατά την έναρξη ισχύος της αναθεωρημένης
διάταξης της παραγράφου 5 του άρθρου 90, αποχωρούν από την υπηρεσία,
όπως προβλέπει η παράγραφος 5 του άρθρου 88.
**6. Προβλεπόμενες ή διατηρούμενες στο νόμο 2190/1994, όπως αυτός
ισχύει, εξαιρέσεις από την αρμοδιότητα του Ανώτατου Συμβουλίου
Επιλογής Προσωπικού εξακολουθούν να ισχύουν.
**7. Νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την τακτοποίηση της
υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού που υπάγεται στην παράγραφο 8 του
άρθρου 103 εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών
διαδικασιών.
Άρθρο 119
1. Με νόμο μπορεί να αρθεί το απαράδεκτο που ίσχυσε με οποιονδήποτε
τρόπο ως προς την άσκηση αίτησης για ακύρωση πράξεων που εκδόθηκαν
από τις 21 Απριλίου 1967 έως τις 23 Ιουλίου 1974, είτε είχε ασκηθεί
τέτοια αίτηση είτε όχι• αποκλείεται πάντως η αναδρομική χορήγηση
αποδοχών σε όσους τυχόν δικαιωθούν με το ένδικο αυτό μέσο.
2. Οι στρατιωτικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι που βάσει νόμου
αποκαθίστανται αυτοδικαίως στις δημόσιες θέσεις που κατείχαν, εφόσον
ήδη απέκτησαν την ιδιότητα του βουλευτή, μπορούν μέσα σε οκταήμερη
προθεσμία να επιλέξουν μεταξύ του βουλευτικού αξιώματος και της
δημόσιας θέσης τους.
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Ακροτελεύτια διάταξη
Άρθρο 120
1. Το Σύνταγμα αυτό, που ψηφίστηκε από την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των
Ελλήνων, υπογράφεται από τον Πρόεδρό της, δημοσιεύεται από τον
προσωρινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με
διάταγμα που προσυπογράφεται από το Υπουργικό Συμβούλιο και αρχίζει
να ισχύει από τις ένδεκα Ιουνίου 1975.
2. Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και
η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη
υποχρέωση όλων των Ελλήνων.
3. Ο σφετερισμός, με οποιονδήποτε τρόπο, της λαϊκής κυριαρχίας και
των εξουσιών που απορρέουν από αυτή διώκεται μόλις αποκατασταθεί η
νόμιμη εξουσία, οπότε αρχίζει και η παραγραφή του εγκλήματος.
4. Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων,
που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο
εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.
Αθήνα, 18 Απριλίου 2001
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΡ. ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ
(Αν εισήλθατε σε αυτή τη σελίδα από ΜΗΧΑΝΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ ή από άλλη εξωτερική σύνδεση, και δεν βλέπετε ολη τη σελίδα (όλα τα frames), πατήστε ΕΔΩ για να επανέλθετε. Ευχαριστούμε) |