|
ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ - Βουλή, Ανάδειξη και συγκρότηση, Οργάνωση και λειτουργία, (Αρθρα
51-77) |
ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου
και Αδιαιρέτου Τριάδος
ΤΜΗΜΑ Γ΄
Βουλή
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ανάδειξη και συγκρότηση της Βουλής
Άρθρο 51
1. Ο αριθμός των βουλευτών ορίζεται με νόμο, δεν μπορεί όμως να
είναι μικρότερος από διακόσιους ούτε μεγαλύτερος από τριακόσιους.
2. Οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος.
3. Οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία
από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως νόμος ορίζει. Ο
νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν
έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα
δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για
ορισμένα εγκλήματα.
**4. Οι βουλευτικές εκλογές διενεργούνται ταυτόχρονα σε ολόκληρη την
Επικράτεια. Νόμος που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του
όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την άσκηση
του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από
την Επικράτεια. Ως προς τους εκλογείς αυτούς η αρχή της ταυτόχρονης
διενέργειας των εκλογών δεν κωλύει την άσκηση του εκλογικού τους
δικαιώματος με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον η
καταμέτρηση και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων διενεργείται όποτε
αυτό γίνεται και σε ολόκληρη την Επικράτεια.
**5. Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική.
Άρθρο 52
Η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της
λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της
Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση.
Νόμος ορίζει τις ποινικές κυρώσεις κατά των παραβατών της διάταξης
αυτής.
Άρθρο 53
1. Οι βουλευτές εκλέγονται για τέσσερα συνεχή έτη που αρχίζουν από
την ημέρα των γενικών εκλογών. Μόλις λήξει η βουλευτική περίοδος, με
προεδρικό διάταγμα, που προσυπογράφεται από το Υπουργικό Συμβούλιο,
διατάσσεται η διενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών μέσα σε τριάντα
ημέρες και η σύγκληση της νέας Βουλής σε τακτική σύνοδο μέσα σε
άλλες τριάντα ημέρες από αυτές.
2. Βουλευτική έδρα που κενώθηκε μέσα στο τελευταίο έτος της περιόδου
δεν συμπληρώνεται με αναπληρωματική εκλογή, όταν απαιτείται κατά το
νόμο, εφόσον οι κενές έδρες δεν είναι περισσότερες από το ένα πέμπτο
του όλου αριθμού των βουλευτών.
3. Σε περίπτωση πολέμου η βουλευτική περίοδος παρατείνεται σε όλη τη
διάρκειά του. Αν η Βουλή έχει διαλυθεί, η διενέργεια των εκλογών
αναστέλλεται εωσότου τελειώσει ο πόλεμος, ανακαλείται δε αυτοδικαίως
η Βουλή που έχει διαλυθεί έως το τέλος του.
Άρθρο 54
**1. Το εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες ορίζονται με
νόμο που ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός και αν
προβλέπεται η ισχύς του άμεσα από τις επόμενες εκλογές με ρητή
διάταξη που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου
αριθμού των βουλευτών.
**2. Ο αριθμός των βουλευτών κάθε εκλογικής περιφέρειας ορίζεται με
προεδρικό διάταγμα, με βάση το νόμιμο πληθυσμό της περιφέρειας που
προκύπτει, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, από τους
εγγεγραμμένους στα οικεία δημοτολόγια, όπως νόμος ορίζει. Τα
αποτελέσματα της απογραφής θεωρείται ότι έχουν δημοσιευθεί με βάση
τα στοιχεία της αρμόδιας υπηρεσίας μετά την πάροδο ενός έτους από
την τελευταία ημέρα διεξαγωγής της.
3. Μέρος της Βουλής, όχι μεγαλύτερο από το ένα εικοστό του όλου
αριθμού των βουλευτών, μπορεί να εκλέγεται ενιαίως σε ολόκληρη την
Επικράτεια, σε συνάρτηση με τη συνολική εκλογική δύναμη του κάθε
κόμματος στην Επικράτεια, όπως νόμος ορίζει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕPΟ
Κωλύματα και ασυμβίβαστα των βουλευτών
Άρθρο 55
1. Για να εκλεγεί κανείς βουλευτής απαιτείται να είναι Έλληνας
πολίτης, να έχει τη νόμιμη ικανότητα να εκλέγει και να έχει
συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του κατά την ημέρα
της εκλογής.
2. Βουλευτής που στερήθηκε κάποιο από τα παραπάνω προσόντα εκπίπτει
αυτοδικαίως από το βουλευτικό αξίωμα.
Άρθρο 56
**1. Έμμισθοι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, άλλοι υπάλληλοι του
Δημοσίου, υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα
ασφαλείας, υπάλληλοι οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων
νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των
οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι
διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι
νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κρατικών νομικών προσώπων
ιδιωτικού δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων τη διοίκηση
των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως
μέτοχος ή επιχειρήσεων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης δεν
μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν βουλευτές, αν δεν
παραιτηθούν πριν από την ανακήρυξή τους ως υποψηφίων. Η παραίτηση
συντελείται με μόνη τη γραπτή υποβολή της. Αποκλείεται η επάνοδος
στην ενεργό υπηρεσία των στρατιωτικών που παραιτούνται. Τα ανώτερα
αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης
δεύτερου βαθμού δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να
εκλεγούν βουλευτές κατά τη διάρκεια της θητείας για την οποία
εξελέγησαν, ακόμη και αν παραιτηθούν.
2. Από τους περιορισμούς της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται οι
καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Νόμος ορίζει τον
τρόπο της αναπλήρωσής τους• κατά τη διάρκεια της βουλευτικής
περιόδου αναστέλλεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων των σχετικών με την
ιδιότητα του καθηγητή που εκλέχθηκε.
**3. Δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι, ούτε να εκλεγούν
βουλευτές σε όποια εκλογική περιφέρεια υπηρέτησαν ή σε όποια
εκλογική περιφέρεια εκτεινόταν η τοπική αρμοδιότητά τους μέσα στους
τελευταίους δεκαοκτώ μήνες της τετραετούς βουλευτικής περιόδου:
α) Οι διοικητές, υποδιοικητές, πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων,
διευθύνοντες και εντεταλμένοι σύμβουλοι των νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου, πλην των σωματειακών, των κρατικών νομικών
προσώπων ιδιωτικού δικαίου και των δημόσιων επιχειρήσεων ή άλλων
επιχειρήσεων τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο
με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος.
β) Τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών που συγκροτούνται και λειτουργούν
κατά το άρθρο 101Α, καθώς και των αρχών που χαρακτηρίζονται με νόμο
ως ανεξάρτητες ή ρυθμιστικές.
γ) Οι ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων και των
σωμάτων ασφαλείας.
δ) Οι έμμισθοι υπάλληλοι του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης και των επιχειρήσεών τους, καθώς και των νομικών
προσώπων και επιχειρήσεων της περίπτωσης α΄ που κατείχαν θέση
προϊσταμένου οργανικής μονάδας επιπέδου διεύθυνσης ή άλλη
αντίστοιχη, όπως ειδικότερα νόμος ορίζει. Υπάλληλοι που αναφέρονται
στο προηγούμενο εδάφιο και είχαν ευρύτερη τοπική αρμοδιότητα
υπάγονται στους περιορισμούς της παραγράφου αυτής ως προς εκλογικές
περιφέρειες άλλες από αυτήν της έδρας τους, μόνο εφόσον κατείχαν
θέση προϊσταμένου οργανικής μονάδας επιπέδου γενικής διεύθυνσης ή
άλλη αντίστοιχη, όπως ειδικότερα νόμος ορίζει.
ε) Οι γενικοί ή ειδικοί γραμματείς υπουργείων ή αυτοτελών γενικών
γραμματειών ή περιφερειών και όσοι ο νόμος εξομοιώνει με αυτούς.
Δεν υπάγονται στους περιορισμούς της παραγράφου αυτής οι υποψήφιοι
βουλευτές Επικρατείας.
4. Πολιτικοί υπάλληλοι και στρατιωτικοί γενικά, που έχουν κατά το
νόμο αναλάβει υποχρέωση να παραμείνουν στην υπηρεσία για ορισμένο
χρόνο, δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν
βουλευτές όσο χρόνο διαρκεί η υποχρέωσή τους.
**Άρθρο 57
1. Τα καθήκοντα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστα με τα έργα ή την
ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή εταίρου ή μετόχου ή διοικητή ή διαχειριστή
ή μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή γενικού διευθυντή ή των
αναπληρωτών τους επιχείρησης, η οποία:
α) Αναλαμβάνει έργα ή μελέτες ή προμήθειες του Δημοσίου ή παροχή
υπηρεσιών προς το Δημόσιο ή συνάπτει με το Δημόσιο συναφείς
συμβάσεις αναπτυξιακού ή επενδυτικού χαρακτήρα.
β) Απολαμβάνει ειδικών προνομίων.
γ) Κατέχει ή διαχειρίζεται ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό ή εκδίδει
εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας.
δ) Ασκεί κατά παραχώρηση δημόσια υπηρεσία ή δημόσια επιχείρηση ή
επιχείρηση κοινής ωφέλειας.
ε) Μισθώνει για εμπορικούς λόγους ακίνητα του Δημοσίου.
Για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής με το Δημόσιο εξομοιώνονται οι
οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου, τα κρατικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, οι δημόσιες
επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης
και οι άλλες επιχειρήσεις τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή
έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος. Μέτοχος
επιχείρησης που εμπίπτει στους περιορισμούς της παραγράφου αυτής
είναι όποιος κατέχει ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου μεγαλύτερο του
ένα τοις εκατό.
Τα καθήκοντα του βουλευτή είναι επίσης ασυμβίβαστα με την άσκηση
οποιουδήποτε επαγγέλματος. Νόμος ορίζει τις δραστηριότητες που είναι
συμβατές με το βουλευτικό αξίωμα, καθώς και τα σχετικά με τα
ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ζητήματα και τον τρόπο επανόδου των
βουλευτών στο επάγγελμά τους μετά την απώλεια της βουλευτικής
ιδιότητας. Οι δραστηριότητες του προηγούμενου εδαφίου σε καμία
περίπτωση δεν μπορούν να περιλαμβάνουν την ιδιότητα του υπαλλήλου ή
του νομικού ή άλλου συμβούλου σε επιχειρήσεις των περιπτώσεων α΄ έως
δ΄ της παραγράφου αυτής.
Η παράβαση των διατάξεων αυτής της παραγράφου συνεπάγεται έκπτωση
από το βουλευτικό αξίωμα και ακυρότητα των σχετικών συμβάσεων ή
πράξεων, όπως νόμος ορίζει.
2. Βουλευτές που υπάγονται στις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της
προηγούμενης παραγράφου οφείλουν, μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου η
εκλογή τους γίνει οριστική, να επιλέξουν με δήλωσή τους μεταξύ του
βουλευτικού αξιώματος και των παραπάνω έργων ή ιδιοτήτων. Αν
παραλειφθεί αυτή η εμπρόθεσμη δήλωση, εκπίπτουν αυτοδικαίως από το
αξίωμα του βουλευτή.
3. Βουλευτές που αποδέχονται οποιαδήποτε από τις ιδιότητες ή τα έργα
που αναφέρονται σε αυτό ή στο προηγούμενο άρθρο και που
χαρακτηρίζονται ότι αποτελούν κώλυμα για την υποψηφιότητα βουλευτή ή
ότι είναι ασυμβίβαστα με το βουλευτικό αξίωμα, εκπίπτουν από το
αξίωμα αυτό, όπως νόμος ορίζει.
4. Ειδικός νόμος ορίζει τον τρόπο με τον οποίο συνεχίζονται ή
εκχωρούνται ή διαλύονται συμβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1
και έχουν αναληφθεί από βουλευτή ή από επιχείρηση στην οποία αυτός
μετείχε πριν από την απόκτηση της βουλευτικής ιδιότητας ή με
ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του ιδιότητα.
Άρθρο 58
Ο έλεγχος και η εκδίκαση των βουλευτικών εκλογών, κατά του κύρους
των οποίων ασκούνται ενστάσεις που αναφέρονται είτε σε εκλογικές
παραβάσεις σχετικές με την ενέργεια των εκλογών είτε σε έλλειψη των
νόμιμων προσόντων, ανατίθεται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του
άρθρου 100.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤPΙΤΟ
Καθήκοντα και δικαιώματα των βουλευτών
Άρθρο 59
1. Οι βουλευτές πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους δίνουν στο
Βουλευτήριο και σε δημόσια συνεδρίαση τον ακόλουθο όρκο:
"Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας και Ομοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας
να είμαι πιστός στην Πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, να
υπακούω στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα
καθήκοντά μου".
2. Αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι βουλευτές δίνουν τον ίδιο όρκο σύμφωνα
με τον τύπο της δικής τους θρησκείας ή του δικού τους δόγματος.
3. Βουλευτές που ανακηρύσσονται όταν η Βουλή απουσιάζει δίνουν τον
όρκο στο Τμήμα της που λειτουργεί.
Άρθρο 60
1. Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου
κατά συνείδηση.
2. Η παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα είναι δικαίωμα του βουλευτή,
συντελείται μόλις ο βουλευτής υποβάλει γραπτή δήλωση στον Πρόεδρο
της Βουλής και δεν ανακαλείται.
Άρθρο 61
1. Ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε
τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών
καθηκόντων.
2. Ο βουλευτής διώκεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση, κατά το
νόμο, ύστερα από άδεια της Βουλής. Αρμόδιο για την εκδίκαση είναι το
Εφετείο. Η άδεια θεωρείται ότι οριστικά δεν δόθηκε, αν η Βουλή δεν
αποφανθεί μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες αφότου η έγκληση περιήλθε
στον Πρόεδρο της Βουλής. Αν η Βουλή αρνηθεί να δώσει την άδεια ή αν
περάσει άπρακτη η προθεσμία, η πράξη θεωρείται ανέγκλητη.
Η παράγραφος αυτή έχει εφαρμογή από την προσεχή βουλευτική περίοδο.
3. Ο βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που
περιήλθαν σ' αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των
καθηκόντων του, ούτε για τα πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις
πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε.
Άρθρο 62
1. Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε
συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς
άδεια του Σώματος. Επίσης δεν διώκεται για πολιτικά εγκλήματα
βουλευτής της Βουλής που διαλύθηκε, από τη διάλυσή της και έως την
ανακήρυξη των βουλευτών της νέας Βουλής.
Η άδεια θεωρείται ότι δεν δόθηκε, αν η Βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε
τρεις μήνες αφότου η αίτηση του εισαγγελέα για δίωξη διαβιβάστηκε
στον Πρόεδρο της Βουλής.
Η τρίμηνη προθεσμία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των διακοπών της
Βουλής.
Δεν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα.
Άρθρο 63
1. Οι βουλευτές, για την άσκηση του λειτουργήματός τους, δικαιούνται
από το Δημόσιο αποζημίωση και δαπάνες• το ύψος τους καθορίζεται με
απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής.
2. Οι βουλευτές απολαμβάνουν συγκοινωνιακή, ταχυδρομική και
τηλεφωνική ατέλεια, που η έκτασή της καθορίζεται με απόφαση της
Ολομέλειας της Βουλής.
3. Αν βουλευτής απουσιάσει αδικαιολόγητα σε περισσότερες από πέντε
συνεδριάσεις το μήνα, κρατείται υποχρεωτικά, για κάθε απουσία, το
ένα τριακοστό της μηνιαίας αποζημίωσής του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑPΤΟ
Οργάνωση και λειτουργία της Βουλής
Άρθρο 64
1. Η Βουλή συνέρχεται αυτοδικαίως κάθε έτος την πρώτη Δευτέρα του
Οκτωβρίου σε τακτική σύνοδο για τα ετήσια έργα της, εκτός αν ο
Πρόεδρος της Δημοκρατίας τη συγκαλέσει ενωρίτερα σύμφωνα με το άρθρο
40.
2. Η διάρκεια της τακτικής συνόδου δεν μπορεί να είναι συντομότερη
από πέντε μήνες, χωρίς να συνυπολογίζεται ο χρόνος της αναστολής
σύμφωνα με το άρθρο 40.
Η τακτική σύνοδος παρατείνεται υποχρεωτικά ώσπου να εγκριθεί,
σύμφωνα με το άρθρο 79, ο προϋπολογισμός ή να ψηφιστεί σύμφωνα με το
ίδιο άρθρο ειδικός νόμος.
Άρθρο 65
1. Η Βουλή ορίζει τον τρόπο της ελεύθερης και δημοκρατικής
λειτουργίας της με Κανονισμό, που ψηφίζεται από την Ολομέλεια κατά
το άρθρο 76 και δημοσιεύεται με παραγγελία του Προέδρου της στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Η Βουλή εκλέγει από τα μέλη της τον Πρόεδρο και τα λοιπά μέλη του
Προεδρείου, σύμφωνα με τους ορισμούς του Κανονισμού.
3. Ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι εκλέγονται στην αρχή κάθε
βουλευτικής περιόδου.
Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται για τον Πρόεδρο και τους
Αντιπροέδρους που εκλέχθηκαν στην τρέχουσα πρώτη σύνοδο της Ε΄
Αναθεωρητικής Βουλής.
Η Βουλή μπορεί, ύστερα από πρόταση πενήντα βουλευτών, να εκφράσει
μομφή κατά του Προέδρου της Βουλής ή μέλους του Προεδρείου, η οποία
συνεπάγεται τη λήξη της θητείας του.
4. Ο Πρόεδρος της Βουλής διευθύνει τις εργασίες του Σώματος, μεριμνά
για τη διασφάλιση της ανεμπόδιστης διεξαγωγής των εργασιών του, την
κατοχύρωση της ελεύθερης γνώμης και έκφρασης των βουλευτών, και την
τήρηση της τάξης• ο Πρόεδρος μπορεί να λάβει και πειθαρχικά μέτρα
σύμφωνα με όσα ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής εναντίον κάθε βουλευτή
που παρεκτρέπεται.
5. Με τον Κανονισμό μπορεί να συσταθεί στη Βουλή επιστημονική
υπηρεσία για την υποβοήθηση του νομοθετικού της έργου.
6. Ο Κανονισμός καθορίζει την οργάνωση των υπηρεσιών της Βουλής υπό
την εποπτεία του Προέδρου, καθώς και όλα όσα αφορούν το προσωπικό
της. Οι πράξεις του Προέδρου που αφορούν την πρόσληψη και την
υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού της Βουλής υπόκεινται σε
προσφυγή ή αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Άρθρο 66
1. Η Βουλή συνεδριάζει δημόσια στο Βουλευτήριο, μπορεί όμως να
διασκεφθεί σε μυστική συνεδρίαση, ύστερα από αίτηση της Κυβέρνησης ή
δεκαπέντε βουλευτών, αν το αποφασίσει η πλειοψηφία σε μυστική
συνεδρίαση. Η Βουλή αποφασίζει κατόπιν αν πρέπει να επαναληφθεί η
συζήτηση για το ίδιο θέμα σε δημόσια συνεδρίαση.
2. Οι Υπουργοί και Υφυπουργοί έχουν ελεύθερη είσοδο στις
συνεδριάσεις της Βουλής και ακούονται όποτε ζητήσουν το λόγο.
**3. Η Βουλή και οι κοινοβουλευτικές επιτροπές μπορούν να ζητήσουν
την παρουσία του Υπουργού ή του Υφυπουργού που είναι αρμόδιος για τα
θέματα που συζητούν.
Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές μπορούν να καλούν οποιοδήποτε πρόσωπο
θεωρούν χρήσιμο για το έργο τους, ενημερώνοντας και τον αρμόδιο
Υπουργό. Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές συνεδριάζουν δημόσια, όπως
ορίζεται στον Κανονισμό της Βουλής, μπορούν όμως να διασκεφθούν σε
μυστική συνεδρίαση, ύστερα από αίτηση της Κυβέρνησης ή πέντε
βουλευτών, αν το αποφασίσει η πλειοψηφία σε μυστική συνεδρίαση. Η
κοινοβουλευτική επιτροπή αποφασίζει κατόπιν, αν πρέπει να
επαναδιεξαχθεί η συζήτηση για το ίδιο θέμα σε δημόσια συνεδρίαση.
Άρθρο 67
Η Βουλή δεν μπορεί να αποφασίσει χωρίς την απόλυτη πλειοψηφία των
παρόντων μελών, που όμως ποτέ δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το
ένα τέταρτο του όλου αριθμού των βουλευτών.
Σε περίπτωση ισοψηφίας επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία και, ύστερα από
νέα ισοψηφία, η πρόταση απορρίπτεται.
Άρθρο 68
**1. Η Βουλή στις αρχές κάθε τακτικής συνόδου συνιστά από τα μέλη
της διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές για να εξετάζουν και να
επεξεργάζονται τα νομοσχέδια και τις προτάσεις νόμων που
υποβάλλονται, όπως ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής.
2. Η Βουλή συνιστά από τα μέλη της εξεταστικές επιτροπές, με απόφασή
της που λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο πέμπτων του συνόλου των
βουλευτών, ύστερα από πρόταση του ενός πέμπτου του όλου αριθμού των
βουλευτών.
Προκειμένου να συσταθούν εξεταστικές επιτροπές για ζητήματα που
ανάγονται στην εξωτερική πολιτική και την εθνική άμυνα, απαιτείται
απόφαση της Βουλής που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου
αριθμού των βουλευτών.
Τα σχετικά με τη συγκρότηση και τη λειτουργία των επιτροπών αυτών
καθορίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής.
3. Οι κοινοβουλευτικές και εξεταστικές επιτροπές, καθώς και τα κατά
τα άρθρα 70 και 71 Τμήματα της Βουλής, συνιστώνται ανάλογα με τη
δύναμη των κομμάτων, των ομάδων και των ανεξαρτήτων, όπως ορίζει ο
Κανονισμός.
Άρθρο 69
Κανένας δεν εμφανίζεται στη Βουλή αυτόκλητος για να αναφέρει
οτιδήποτε προφορικά ή εγγράφως. Οι αναφορές παρουσιάζονται από
βουλευτή ή παραδίδονται στον Πρόεδρο. Η Βουλή έχει δικαίωμα να
αποστέλλει τις αναφορές που της απευθύνονται στους Υπουργούς και
τους Υφυπουργούς, οι οποίοι υποχρεούνται να δίνουν διευκρινίσεις
όποτε τους ζητηθούν.
Άρθρο 70
1. Η Βουλή ασκεί το νομοθετικό της έργο σε Ολομέλεια.
**2. Ο Κανονισμός της Βουλής προβλέπει ότι το νομοθετικό έργο που
καθορίζεται από αυτόν μπορεί να ασκείται και από τις διαρκείς
κοινοβουλευτικές επιτροπές που συγκροτούνται και λειτουργούν κατά τη
διάρκεια της συνόδου, όπως ορίζει ο Κανονισμός και με τους
περιορισμούς του άρθρου 72.
**3. Με τον Κανονισμό της Βουλής ορίζεται επίσης η κατανομή της
αρμοδιότητας μεταξύ των διαρκών κοινοβουλευτικών επιτροπών κατά
Υπουργεία.
**4. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά, οι διατάξεις του Συντάγματος που
αφορούν τη Βουλή ισχύουν για τη λειτουργία της σε Ολομέλεια και σε
Τμήμα κατά το άρθρο 71, καθώς και για τη λειτουργία των
κοινοβουλευτικών επιτροπών.
**5. Για να λάβουν απόφαση το κατά το άρθρο 71 Τμήμα και οι διαρκείς
κοινοβουλευτικές επιτροπές, όταν ασκούν νομοθετικό έργο κατά την
παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, απαιτείται πλειοψηφία που δεν
μπορεί να είναι μικρότερη από τα δύο πέμπτα του αριθμού των μελών
τους.
**6. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ασκείται από τη Βουλή σε Ολομέλεια,
όπως ορίζει ο Κανονισμός. Ο Κανονισμός μπορεί να προβλέπει την
άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου και από το κατά το άρθρο 71 Τμήμα,
καθώς και από τις διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές που
συγκροτούνται και λειτουργούν κατά τη διάρκεια της συνόδου.
**7. Ο Κανονισμός ορίζει τον τρόπο με τον οποίο μετέχουν στις
ψηφοφορίες βουλευτές που βρίσκονται σε αποστολή της Βουλής ή της
Κυβέρνησης στο εξωτερικό.
**8. Ο Κανονισμός της Βουλής προβλέπει τον τρόπο με τον οποίο η
Βουλή ενημερώνεται από την Κυβέρνηση για τα ζητήματα που αποτελούν
αντικείμενο κανονιστικής ρύθμισης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
και συζητεί γι' αυτά.
Άρθρο 71
Κατά τη διάρκεια της διακοπής των εργασιών της Βουλής, το νομοθετικό
της έργο, εκτός από τα νομοθετήματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της
Ολομέλειας κατά το άρθρο 72, ασκείται από Τμήμα της που συγκροτείται
και λειτουργεί σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 68 παράγραφος 3
και 70.
Με τον Κανονισμό μπορεί να προβλεφθεί η επεξεργασία των νομοσχεδίων
ή των προτάσεων νόμων από κοινοβουλευτική επιτροπή που την αποτελούν
μέλη του ίδιου Τμήματος.
**Άρθρο 72
1. Στην Ολομέλεια της Βουλής συζητούνται και ψηφίζονται ο Κανονισμός
της, νομοσχέδια και προτάσεις νόμων για τα θέματα των άρθρων 3, 13,
27, 28 παράγραφοι 2 και 3, 29 παράγραφος 2, 33 παράγραφος 3, 48, 51,
54, 86, νομοσχέδια και προτάσεις εκτελεστικών του Συντάγματος νόμων
για την άσκηση και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, νομοσχέδια
και προτάσεις νόμων για την αυθεντική ερμηνεία νόμων, καθώς και για
κάθε άλλο θέμα που σύμφωνα με ειδική πρόβλεψη του Συντάγματος
ανατίθεται στην Ολομέλεια της Βουλής ή για τη ρύθμιση του οποίου
απαιτείται ειδική πλειοψηφία.
Στην Ολομέλεια της Βουλής ψηφίζεται επίσης ο προϋπολογισμός και ο
απολογισμός του Κράτους και της Βουλής.
2. Η συζήτηση και ψήφιση όλων των άλλων νομοσχεδίων ή προτάσεων
νόμων μπορεί να γίνεται, κατά τη διάρκεια της συνόδου, από την
αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή, κατά τους ορισμούς του
άρθρου 70. Γίνεται επίσης από το Τμήμα που συγκροτείται και
λειτουργεί σύμφωνα με το άρθρο 71 κατά τη διάρκεια της διακοπής των
εργασιών της Βουλής, όπως ορίζει ο Κανονισμός.
3. Η διαρκής κοινοβουλευτική επιτροπή που επιλαμβάνεται της ψήφισης
νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου μπορεί με απόφασή της που λαμβάνεται με
την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της να παραπέμπει στην Ολομέλεια
οποιαδήποτε αμφισβήτηση για την αρμοδιότητά της. Η απόφαση της
Ολομέλειας δεσμεύει τις επιτροπές.
Μεταξύ της κατάθεσης νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου και της συζήτησής
του στη διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή πρέπει να μεσολαβεί
τουλάχιστον μία εβδομάδα.
4. Νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που συζητήθηκε και ψηφίστηκε στην
αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή εισάγεται στην Ολομέλεια σε
μία συνεδρίαση, όπως ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής, και συζητείται
και ψηφίζεται ενιαία επί της αρχής, επί των άρθρων και στο σύνολο.
Νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που έγινε δεκτή στην επιτροπή με
πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων πέμπτων συζητείται και ψηφίζεται
στην Ολομέλεια, όπως ορίζει ο Κανονισμός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Νομοθετική λειτουργία της Βουλής
Άρθρο 73
1. Το δικαίωμα πρότασης νόμων ανήκει στη Βουλή και στην Κυβέρνηση.
2. Νομοσχέδια που αναφέρονται οπωσδήποτε στην απονομή σύνταξης και
στις προϋποθέσεις της υποβάλλονται μόνο από τον Υπουργό Οικονομικών
ύστερα από γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου• αν πρόκειται για
συντάξεις που επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου,
υποβάλλονται από τον αρμόδιο Υπουργό και τον Υπουργό Οικονομικών. Τα
νομοσχέδια για συντάξεις πρέπει να είναι ειδικά• δεν επιτρέπεται, με
ποινή την ακυρότητα, να αναγράφονται διατάξεις για συντάξεις σε
νόμους που αποσκοπούν στη ρύθμιση άλλων θεμάτων.
3. Καμία πρόταση νόμου ή τροπολογία ή προσθήκη δεν εισάγεται για
συζήτηση, αν προέρχεται από τη Βουλή, εφόσον συνεπάγεται σε βάρος
του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου δαπάνες ή ελάττωση εσόδων ή της περιουσίας
τους, για να δοθεί μισθός ή σύνταξη ή γενικά όφελος σε κάποιο
πρόσωπο.
4. Είναι όμως παραδεκτή τροπολογία ή προσθήκη που την υποβάλλει
αρχηγός κόμματος ή εκπρόσωπος ομάδας κατά τους ορισμούς της
παραγράφου 3 του άρθρου 74, όταν πρόκειται για νομοσχέδια που
αφορούν την οργάνωση των δημόσιων υπηρεσιών και των οργανισμών
δημόσιου ενδιαφέροντος, την υπηρεσιακή γενικά κατάσταση των δημόσιων
υπαλλήλων, των στρατιωτικών και των οργάνων των σωμάτων ασφαλείας,
των υπαλλήλων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και δημόσιων γενικά επιχειρήσεων.
5. Νομοσχέδιο με το οποίο επιβάλλονται τοπικοί ή ειδικοί φόροι ή
βάρη οποιασδήποτε φύσης υπέρ οργανισμών ή νομικών προσώπων δημοσίου
ή ιδιωτικού δικαίου πρέπει να προσυπογράφεται και από τους Υπουργούς
Συντονισμού και Οικονομικών.
Άρθρο 74
1. Κάθε νομοσχέδιο και κάθε πρόταση νόμου συνοδεύεται υποχρεωτικά
από αιτιολογική έκθεση• πριν εισαχθεί στη Βουλή, στην Ολομέλεια ή σε
Τμήματα, μπορεί να παραπεμφθεί για νομοτεχνική επεξεργασία στην
επιστημονική υπηρεσία της παραγράφου 5 του άρθρου 65, όταν συσταθεί,
όπως ορίζει ο Κανονισμός.
2. Τα νομοσχέδια και οι προτάσεις νόμων που κατατίθενται στη Βουλή
παραπέμπονται στην οικεία κοινοβουλευτική επιτροπή. Αφού υποβληθεί η
έκθεση ή περάσει άπρακτη η προθεσμία που είχε ταχθεί για την υποβολή
της, εισάγονται στη Βουλή για συζήτηση, μετά παρέλευση τριών ημερών
από τότε, εκτός αν ο αρμόδιος Υπουργός τα έχει χαρακτηρίσει ως
επείγοντα. Η συζήτηση αρχίζει ύστερα από προφορική εισήγηση του
αρμόδιου Υπουργού και των εισηγητών της Επιτροπής.
3. Τροπολογίες βουλευτών σε νομοσχέδια και προτάσεις νόμων για τα
οποία αρμόδια είναι η Ολομέλεια ή τα Τμήματα της Βουλής δεν
εισάγονται για συζήτηση, αν δεν υποβληθούν έως και την παραμονή της
ημέρας που θα αρχίσει η συζήτηση, εκτός αν συγκατατίθεται και η
Κυβέρνηση να συζητηθούν.
4. Δεν εισάγεται για συζήτηση νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που
αποσκοπεί στην τροποποίηση διάταξης νόμου, αν δεν έχει καταχωριστεί
στην αιτιολογική έκθεση ολόκληρο το κείμενο της διάταξης που
τροποποιείται, και στο κείμενο του νομοσχεδίου ή της πρότασης
ολόκληρη η νέα διάταξη, όπως διαμορφώνεται με την τροποποίηση.
**5. Τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 ισχύουν και για τα νομοσχέδια
ή τις προτάσεις νόμων που εισάγονται για συζήτηση και ψήφιση στην
αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή, όπως ορίζει ο Κανονισμός
της Βουλής.
Νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που περιέχει διατάξεις άσχετες με το
κύριο αντικείμενό τους δεν εισάγεται για συζήτηση.
Προσθήκη ή τροπολογία άσχετη με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου
ή της πρότασης νόμου δεν εισάγεται για συζήτηση.
Προσθήκες ή τροπολογίες Υπουργών συζητούνται μόνο αν έχουν υποβληθεί
τρεις τουλάχιστον ημέρες πριν από την έναρξη της συζήτησης στην
Ολομέλεια, στο κατά το άρθρο 71 Τμήμα ή στην αρμόδια διαρκή
κοινοβουλευτική επιτροπή, όπως ορίζει ο Κανονισμός.
Τα οριζόμενα στα προηγούμενα δύο εδάφια ισχύουν και για τις
προσθήκες ή τροπολογίες βουλευτών.
Σε περίπτωση αμφισβήτησης αποφαίνεται η Βουλή.
Βουλευτές που δεν μετέχουν στην αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική
επιτροπή ή στο κατά το άρθρο 71 Τμήμα έχουν το δικαίωμα να λάβουν το
λόγο επί της αρχής και για να υποστηρίξουν προτάσεις νόμων και
προσθήκες ή τροπολογίες που έχουν υποβάλει, όπως ορίζει ο
Κανονισμός.
6. Μία φορά το μήνα, σε ημέρα που θα προσδιοριστεί από τον
Κανονισμό, εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη κατά σειρά
προτεραιότητας και συζητούνται εκκρεμείς προτάσεις νόμων.
Άρθρο 75
1. Κάθε νομοσχέδιο και κάθε πρόταση νόμου που συνεπάγονται
επιβάρυνση του προϋπολογισμού, εφόσον υποβάλλεται από Υπουργούς, δεν
εισάγεται για συζήτηση, αν δεν συνοδεύεται από έκθεση του Γενικού
Λογιστηρίου του Κράτους που καθορίζει τη δαπάνη• εφόσον υποβάλλεται
από βουλευτές, διαβιβάζεται πριν από κάθε συζήτηση στο Γενικό
Λογιστήριο του Κράτους, που υποχρεούται να υποβάλει στη Βουλή
σχετική έκθεση μέσα σε δεκαπέντε ημέρες. Αν η προθεσμία αυτή περάσει
άπρακτη, η πρόταση νόμου εισάγεται για συζήτηση και χωρίς έκθεση.
2. Το ίδιο ισχύει και για τις τροπολογίες, αν το ζητήσουν οι
αρμόδιοι Υπουργοί. Σ' αυτή την περίπτωση το Γενικό Λογιστήριο
υποχρεούται να υποβάλει στη Βουλή την έκθεσή του μέσα σε τρεις
ημέρες. Μόνο αν αυτή η προθεσμία περάσει άπρακτη, η συζήτηση
προχωρεί και χωρίς έκθεση.
3. Νομοσχέδιο που συνεπάγεται δαπάνη ή ελάττωση εσόδων δεν εισάγεται
για συζήτηση, αν δεν συνοδεύεται από ειδική έκθεση για τον τρόπο που
θα καλυφθούν, η οποία υπογράφεται από τον αρμόδιο Υπουργό και τον
Υπουργό Οικονομικών.
Άρθρο 76
**1. Κάθε νομοσχέδιο και κάθε πρόταση νόμου συζητείται και ψηφίζεται
μία μόνο φορά, καταρχήν, κατ' άρθρο και στο σύνολο με την εξαίρεση
των περιπτώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 72.
**2. Ψηφισμένο νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που αναπέμπεται κατά το
άρθρο 42 συζητείται και ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής δύο
φορές και σε δύο διαφορετικές συνεδριάσεις που απέχουν μεταξύ τους
δύο τουλάχιστον ημέρες, στην πρώτη συζήτηση καταρχήν και κατ' άρθρο
και στη δεύτερη κατ' άρθρο και στο σύνολο.
**3. Αν κατά τη συζήτηση έγιναν δεκτές προσθήκες ή τροπολογίες, η
ψήφιση στο σύνολο αναβάλλεται για ένα εικοσιτετράωρο από τη διανομή
του τροποποιημένου νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου με την εξαίρεση των
περιπτώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 72.
**4. Νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που χαρακτηρίζεται από την Κυβέρνηση
κατεπείγον εισάγεται για ψήφιση, ύστερα από περιορισμένη συζήτηση σε
μία συνεδρίαση, από την Ολομέλεια ή το κατά το άρθρο 71 Τμήμα, όπως
ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής.
**5. Η Κυβέρνηση μπορεί να ζητήσει να συζητηθεί σε ορισμένο αριθμό
συνεδριάσεων, νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που έχει επείγοντα
χαρακτήρα, όπως ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής.
6. Η επιψήφιση δικαστικών ή διοικητικών κωδίκων, που συντάχθηκαν από
ειδικές επιτροπές, οι οποίες έχουν συσταθεί με ειδικούς νόμους,
μπορεί να γίνει από την Ολομέλεια της Βουλής με ιδιαίτερο νόμο που
τους κυρώνει στο σύνολό τους.
7. Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να γίνει κωδικοποίηση διατάξεων που
υπάρχουν με απλή ταξινόμησή τους ή επαναφορά στο σύνολό τους
καταργημένων νόμων, εκτός από τους φορολογικούς.
Άρθρο 77
1. Η αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει στη νομοθετική λειτουργία.
2. Νόμος που δεν είναι πράγματι ερμηνευτικός ισχύει μόνο από τη
δημοσίευσή του. .
(Αν εισήλθατε σε αυτή τη σελίδα από ΜΗΧΑΝΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ ή από άλλη εξωτερική σύνδεση, και δεν βλέπετε ολη τη σελίδα (όλα τα frames), πατήστε ΕΔΩ για να επανέλθετε. Ευχαριστούμε) |