|
ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ - Φορολογία και δημοσιονομική διαχείριση, Συγκρότηση και αποστολή της Κυβέρνησης, Σχέσεις Βουλής και Κυβέρνησης, (Αρθρα
78-86) |
ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου
και Αδιαιρέτου Τριάδος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Φορολογία και δημοσιονομική διαχείριση
’ρθρο 78
1. Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο
που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος
της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες
τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος.
2. Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί
με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό
έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε.
3. Κατ' εξαίρεση, όταν επιβάλλεται ή αυξάνεται εισαγωγικός ή
εξαγωγικός δασμός ή φόρος κατανάλωσης, επιτρέπεται η είσπραξή τους
από την ημέρα που κατατέθηκε στη Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο, υπό
τον όρο ότι ο νόμος θα δημοσιευθεί μέσα στην προθεσμία που ορίζει το
άρθρο 42 παράγραφος 1 και πάντως το αργότερο μέσα σε δέκα ημέρες από
τη λήξη της συνόδου.
4. Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι
απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία και η απονομή των συντάξεων
δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης.
Δεν είναι αντίθετος προς την απαγόρευση αυτή ο καθορισμός με νόμο
του τρόπου που βεβαιώνεται η συμμετοχή του Κράτους και των δημόσιων
γενικά οργανισμών στην αυτόματη υπερτίμηση, που προκαλείται
αποκλειστικά από την εκτέλεση δημόσιων έργων στην παρακείμενη
ιδιωτική ακίνητη περιουσία.
5. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται να επιβληθούν με εξουσιοδότηση νόμων
πλαισίων εξισωτικές ή αντισταθμιστικές εισφορές ή δασμοί, καθώς και
να ληφθούν οικονομικά μέτρα στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων της
Χώρας με οικονομικούς οργανισμούς ή μέτρα που αποβλέπουν στην
εξασφάλιση της συναλλαγματικής θέσης της Χώρας.
’ρθρο 79
1. Η Βουλή κατά την τακτική ετήσια σύνοδό της ψηφίζει τον
προϋπολογισμό των εσόδων και εξόδων του Κράτους για το επόμενο έτος.
2. Όλα τα έσοδα και έξοδα του Κράτους πρέπει να αναγράφονται στον
ετήσιο προϋπολογισμό και τον απολογισμό.
**3. Προσχέδιο του προϋπολογισμού κατατίθεται από τον Υπουργό
Οικονομικών στην αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή την πρώτη
Δευτέρα του Οκτωβρίου και συζητείται, όπως ορίζει ο Κανονισμός. Ο
Υπουργός Οικονομικών, λαμβάνοντας υπόψη και τις παρατηρήσεις της
επιτροπής, εισάγει τον προϋπολογισμό στη Βουλή σαράντα τουλάχιστον
ημέρες πριν αρχίσει το οικονομικό έτος. Ο προϋπολογισμός συζητείται
και ψηφίζεται από την Ολομέλεια σύμφωνα με όσα ορίζει ο Κανονισμός,
ο οποίος και εξασφαλίζει το δικαίωμα να εκφράζουν τις απόψεις τους
όλες οι πολιτικές μερίδες της Βουλής.
4. Αν για οποιονδήποτε λόγο είναι ανέφικτη η διοίκηση των εσόδων και
των εξόδων βάσει του προϋπολογισμού, αυτή ενεργείται με βάση ειδικό
κάθε φορά νόμο.
5. Αν δεν είναι δυνατή, επειδή έληξε η περίοδος της Βουλής, η ψήφιση
του προϋπολογισμού ή του ειδικού νόμου που προβλέπεται στην
προηγούμενη παράγραφο, παρατείνεται για τέσσερις μήνες η ισχύς του
προϋπολογισμού του οικονομικού έτους που έληξε ή που λήγει, με
διάταγμα το οποίο εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού
Συμβουλίου.
6. Με νόμο μπορεί να καθιερωθεί η σύνταξη προϋπολογισμού για διετή
χρήση.
**7. Το αργότερο μέσα σε ένα έτος από τη λήξη του οικονομικού έτους
κατατίθεται στη Βουλή ο απολογισμός, καθώς και ο γενικός ισολογισμός
του Κράτους, που συνοδεύονται υποχρεωτικά από την κατά το άρθρο 98
παράγραφος 1 περίπτωση ε΄ έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
εξετάζονται από ειδική επιτροπή βουλευτών και κυρώνονται από την
Ολομέλεια της Βουλής, σύμφωνα με όσα ορίζει ο Κανονισμός.
8. Τα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης εγκρίνονται
από την Ολομέλεια της Βουλής, όπως νόμος ορίζει.
’ρθρο 80
1. Μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον
προϋπολογισμό του Κράτους ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο
ειδικό νόμο.
2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την κοπή ή την έκδοση νομίσματος.
**Ερμηνευτική δήλωση:
Η παράγραφος 2 δεν κωλύει τη συμμετοχή της Ελλάδας στις διαδικασίες
της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, στο ευρύτερο πλαίσιο της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 28.
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Κυβέρνηση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Συγκρότηση και αποστολή της Κυβέρνησης
’ρθρο 81
1. Την Κυβέρνηση αποτελεί το Υπουργικό Συμβούλιο που απαρτίζεται από
τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη
σύνθεση και τη λειτουργία του Υπουργικού Συμβουλίου. Με διάταγμα που
προκαλεί ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης μπορεί να διοριστούν ένας ή
περισσότεροι από τους Υπουργούς Αντιπρόεδροι του Υπουργικού
Συμβουλίου.
Νόμος ρυθμίζει τη θέση των αναπληρωτών Υπουργών και των Υπουργών
χωρίς χαρτοφυλάκιο, των Υφυπουργών, που μπορεί να αποτελούν μέλη της
Κυβέρνησης, καθώς και των μόνιμων υπηρεσιακών Υφυπουργών.
2. Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί μέλος της Κυβέρνησης ή
Υφυπουργός, αν δεν συγκεντρώνει τα προσόντα που ορίζει το άρθρο 55
για το βουλευτή.
3. Οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα των μελών της Κυβέρνησης,
των Υφυπουργών και του Προέδρου της Βουλής αναστέλλεται κατά τη
διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους.
4. Νόμος μπορεί να καθιερώνει το ασυμβίβαστο του αξιώματος του
Υπουργού και του Υφυπουργού και προς άλλα έργα.
5. Αν δεν υπάρχει Αντιπρόεδρος, ο Πρωθυπουργός ορίζει έναν από τους
Υπουργούς προσωρινό αναπληρωτή του, όταν παρουσιάζεται ανάγκη.
’ρθρο 82
1. Η Κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της
Χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων.
2. Ο Πρωθυπουργός εξασφαλίζει την ενότητα της Κυβέρνησης και
κατευθύνει τις ενέργειές της, καθώς και των δημόσιων γενικά
υπηρεσιών για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής μέσα στο
πλαίσιο των νόμων.
**3. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις
αρμοδιότητες της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, αποστολή της
οποίας είναι η διεξαγωγή του κοινωνικού διαλόγου για τη γενική
πολιτική της Χώρας και ιδίως για τις κατευθύνσεις της οικονομικής
και κοινωνικής πολιτικής, καθώς και η διατύπωση γνώμης επί των
νομοσχεδίων και προτάσεων νόμων που παραπέμπονται σε αυτήν.
**4. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις
αρμοδιότητες του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής με τη
συμμετοχή εκπροσώπων των κομμάτων της Βουλής και προσώπων με ειδικές
γνώσεις ή εμπειρία.
’ρθρο 83
1. Κάθε Υπουργός ασκεί τις αρμοδιότητες που ορίζει ο νόμος. Οι
Υπουργοί χωρίς χαρτοφυλάκιο ασκούν όσες αρμοδιότητες τους αναθέτει ο
Πρωθυπουργός με απόφασή του.
2. Οι Υφυπουργοί ασκούν τις αρμοδιότητες που τους αναθέτει με κοινή
απόφαση ο Πρωθυπουργός και ο οικείος Υπουργός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕPΟ
Σχέσεις Βουλής και Κυβέρνησης
’ρθρο 84
1. Η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Μέσα σε
δεκαπέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση
υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής και μπορεί να τη
ζητεί και οποτεδήποτε άλλοτε. Η Βουλή, αν έχουν διακοπεί οι εργασίες
της κατά το σχηματισμό της Κυβέρνησης, καλείται μέσα σε δεκαπέντε
ημέρες να αποφανθεί για την πρόταση εμπιστοσύνης.
2. Η Βουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από
την Κυβέρνηση ή από μέλος της. Πρόταση δυσπιστίας μπορεί να
υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου η Βουλή απέρριψε
πρόταση δυσπιστίας.
Η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογραμμένη από το ένα έκτο
τουλάχιστον των βουλευτών και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα
οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση.
3. Κατ' εξαίρεση μπορεί να υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας και πριν από
την πάροδο εξαμήνου, αν είναι υπογραμμένη από την πλειοψηφία του
όλου αριθμού των βουλευτών.
4. Η συζήτηση για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας αρχίζει μετά
δύο ημέρες από την υποβολή της σχετικής πρότασης, εκτός αν η
Κυβέρνηση, σε περίπτωση πρότασης δυσπιστίας, ζητήσει να αρχίσει
αμέσως η συζήτηση, η οποία δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις
ημέρες από την έναρξή της.
5. Η ψηφοφορία για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας διεξάγεται
αμέσως μόλις τελειώσει η συζήτηση, μπορεί όμως να αναβληθεί για
σαράντα οκτώ ώρες, αν το ζητήσει η Κυβέρνηση.
6. Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εγκριθεί
από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν
επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των
βουλευτών.
Πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή, μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη
πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
7. Κατά την ψηφοφορία για τις πιο πάνω προτάσεις ψηφίζουν οι
Υπουργοί και Υφυπουργοί που είναι μέλη της Βουλής.
’ρθρο 85
Τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, καθώς και οι Υφυπουργοί είναι
συλλογικώς υπεύθυνοι για τη γενική πολιτική της Κυβέρνησης και
καθένας από αυτούς για τις πράξεις ή παραλείψεις της αρμοδιότητάς
του, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων για την ευθύνη των Υπουργών.
Σε καμία περίπτωση η έγγραφη ή προφορική εντολή του Προέδρου της
Δημοκρατίας δεν απαλλάσσει τους Υπουργούς και τους Υφυπουργούς από
την ευθύνη τους.
**’ρθρο 86
1. Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων
διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά
αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως
νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών
αδικημάτων.
2. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των
προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν
επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παράγραφο
3.
Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής
εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία
σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης
παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που
ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση.
3. Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον
βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη
πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική
κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης,
διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα
της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της
Βουλής η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική
απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των
βουλευτών.
Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της
μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής
περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος.
Με τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της
παραγράφου αυτής η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή
της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία.
4. Αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και
τελευταίο βαθμό είναι, ως ανώτατο δικαστήριο, Ειδικό Δικαστήριο που
συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της
Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου. Τα τακτικά και
αναπληρωματικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου κληρώνονται, μετά την
άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση της
Βουλής, μεταξύ των μελών των δύο ανώτατων αυτών δικαστηρίων, που
έχουν διορισθεί ή προαχθεί στο βαθμό που κατέχουν πριν από την
υποβολή πρότασης για άσκηση δίωξης. Του Ειδικού Δικαστηρίου
προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη του Αρείου Πάγου που
κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιόβαθμων ο αρχαιότερος.
Στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου της παραγράφου αυτής λειτουργεί
Δικαστικό Συμβούλιο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από δύο μέλη
του Συμβουλίου της Επικρατείας και τρία μέλη του Αρείου Πάγου. Τα
μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί να είναι και μέλη του
Ειδικού Δικαστηρίου. Με απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται
ένα από τα μέλη του που ανήκει στον ’ρειο Πάγο ως ανακριτής. Η
προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος.
Καθήκοντα εισαγγελέα στο Ειδικό Δικαστήριο και στο Δικαστικό
Συμβούλιο της παραγράφου αυτής ασκεί μέλος της Εισαγγελίας του
Αρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί με τον αναπληρωτή του. Το δεύτερο
και τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τα μέλη
του Δικαστικού Συμβουλίου ενώ το δεύτερο εδάφιο και για τον
εισαγγελέα.
Σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της
Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου
συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως νόμος ορίζει.
5. Αν για οποιονδήποτε άλλο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η
παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου
που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, η Βουλή
μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου ή των κληρονόμων του, να
συστήσει ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι
δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας.
(Αν εισήλθατε σε αυτή τη σελίδα από ΜΗΧΑΝΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ ή από άλλη εξωτερική σύνδεση, και δεν βλέπετε ολη τη σελίδα (όλα τα frames), πατήστε ΕΔΩ για να επανέλθετε. Ευχαριστούμε) |