|
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
|
Ο παρακάτω νόμος σε μορφή .pdf
ΕΔΩ
ΝΟΜΟΣ 2472/1997 Με ενσωμάτωση των τροποποιήσεων
(Νόμοι: 2819/2000, 2915/2001,
3051/2002 και 3156/2003)
(τα προηγούμενα άρθρα
εδώ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Άρθρο 15
Σύσταση - αποστολή - νομική φύση
1. Συνιστάται Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Αρχή), με αποστολή
την εποπτεία της εφαρμογής του παρόντος νόμου και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν
την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
καθώς και την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται κάθε φορά.
2. Η Αρχή αποτελεί ανεξάρτητη δημόσια αρχή, και εξυπηρετείται από δική της
γραμματεία. Η Αρχή δεν υπόκειται σε οποιονδήποτε διοικητικό έλεγχο. Κατά την
άσκηση των καθηκόντων τους τα μέλη της Αρχής απολαύουν προσωπικής και
λειτουργικής ανεξαρτησίας. Η Αρχή υπάγεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης και εδρεύει
στην Αθήνα.
3. Οι απαιτούμενες πιστώσεις για τη λειτουργία της Αρχής εγγράφονται σε ειδικό
φορέα, που ενσωματώνεται στον ετήσιο Προϋπολογισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Διατάκτης της δαπάνης είναι ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του.
***Οι παρ.2 και 3 αντικαταστάθηκαν ως άνω με την παρ. 15 άρθρ. 13 Ν.2703/1999
Α72
Άρθρο 16
Συγκρότηση της Αρχής
1. Η Αρχή συγκροτείται από έναν δικαστικό λειτουργό βαθμού Συμβούλου της
Επικρατείας ή αντίστοιχου και άνω, ως Πρόεδρο, και έξι μέλη ως εξής:
(Α) Έναν καθηγητή ή αναπληρωτή καθηγητή ΑΕΙ σε γνωστικό αντικείμενο του δικαίου.
(Β) Έναν καθηγητή ή αναπληρωτή καθηγητή ΑΕΙ σε γνωστικό αντικείμενο της
πληροφορικής.
(Γ) Έναν καθηγητή ή αναπληρωτή καθηγητή Α.Ε.Ι.
(Δ) Τρία πρόσωπα κύρους και εμπειρίας στον τομέα της προστασίας δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα.
Ο δικαστικός λειτουργός - Πρόεδρος και οι καθηγητές - μέλη μπορεί να είναι εν
ενεργεία ή μη.
2. Ο Πρόεδρος της Αρχής είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και
διορίζεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργικού
Συμβουλίου, ύστερα από εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Εάν για τη θέση του
Προέδρου επιλεγεί εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός, απαιτείται απόφαση του
οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Με την ίδια διαδικασία επιλέγεται και
διορίζεται ο αναπληρωτής του Προέδρου.
3. Τα μέλη της Αρχής διορίζονται με την εξής διαδικασία: ο Υπουργό Δικαιοσύνης
υποβάλλει στον Πρόεδρο της Βουλής πρόταση για το διορισμό των έξι τακτικών μελών
της Αρχής και των ισάριθμων αναπληρωτών τους. Η πρόταση περιλαμβάνει διπλάσιο
αριθμό υποψηφίων. Ο Πρόεδρος της Βουλής διαβιβάζει την πρόταση στην Επιτροπή
Θεσμών και Διαφάνειας, η οποία διατυπώνει γνώμη. Τα τακτικά μέλη της Αρχής και
οι αντίστοιχοι αναπληρωτές τους επιλέγονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων. Οι
επιλεγέντες διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του
Υπουργού Δικαιοσύνης και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
(Οι παράγραφοι 2 και 3 καταργήθηκαν σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 5 του ν.
3051/2002 και ισχύουν οι γενικές διατάξεις του ως άνω νόμου)
4. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Αρχής διορίζονται με θητεία. Η θητεία τους είναι
τετραετής και μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά. Κανείς δεν μπορεί να υπηρετήσει
συνολικά περισσότερο από οκτώ (8) χρόνια. Η σύνθεση των έξι μελών της Αρχής
ανανεώνεται κατά το ήμισυ ανά διετία.
Kατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος η θητεία των έξι (6) μελών της Αρχής είναι
τετραετής. Μετά τη δεύτερη συγκρότηση της Αρχής γίνεται κλήρωση μεταξύ των έξι
τακτικών μελών της, ώστε τρία να έχουν τετραετή θητεία και τρία διετή.
Το τελευταίο εδάφιο της παρ.4 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.3 άρθρο 11
Ν.2623/1998.
5. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Αρχής διορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές, οι
οποίοι πρέπει να διαθέτουν τις αυτές ιδιότητες και προσόντα. Οι αναπληρωτές του
Προέδρου και των μελών μετέχουν στις συνεδριάσεις της Αρχής μόνο σε περίπτωση
προσωρινής απουσίας ή κωλύματος του αντίστοιχου τακτικού. Με απόφασή του ο
Πρόεδρος της Αρχής αναθέτει ειδικά καθήκοντα στους αναπληρωτές. «Οπότε οι
τελευταίοι μετέχουν στη συνεδρίαση με ψήφο ανεξάρτητα από την παράλληλη παρουσία
του τακτικού μέλους». Η θητεία του κάθε αναπληρωτή είναι ίση με τη θητεία του
αντίστοιχου τακτικού.
Το εντός «»άνω εδάφιο προστέθηκε με την παρ.1 άρθρο 47 Ν.2721/1999 ΦΕΚ Α 112.
Άρθρο 17
Κωλύματα - ασυμβίβαστα μελών της Αρχής
1. Δεν μπορεί να διορισθεί μέλος της Αρχής :
α) Υπουργός, υφυπουργός, γενικός γραμματέας υπουργείου ή αυτοτελούς γενικής
γραμματείας και βουλευτής.
β) Διοικητής, διευθυντής, διαχειριστής, μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή ασκών
διευθυντικά καθήκοντα εν γένει σε επιχείρηση η οποία παράγει, μεταποιεί,
διαθέτει ή εμπορεύεται υλικά χρησιμοποιούμενα στην πληροφορική ή τις
τηλεπικοινωνίες ή παρέχει υπηρεσίες σχετικές με την πληροφορική, τις
τηλεπικοινωνίες ή την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και οι
συνδεόμενοι με σύμβαση έργου με τέτοια επιχείρηση.
2. Εκπίπτει αυτοδικαίως από την ιδιότητα του μέλους της Αρχής όποιος, μετά το
διορισμό του :
α) Αποκτά μία από τις ιδιότητες που συνιστούν κώλυμα διορισμού, σύμφωνα με την
προηγούμενη παράγραφο.
β) Προβαίνει σε πράξεις ή αναλαμβάνει οποιαδήποτε εργασία ή έργο ή αποκτά άλλη
ιδιότητα που, κατά την κρίση της Αρχής, δεν συμβιβάζονται με τα καθήκοντά του ως
μέλους της Αρχής.
3. Στην διαπίστωση των ασυμβίβαστων της προηγούμενης παραγράφου προβαίνει η
Αρχή, χωρίς συμμετοχή του μέλους της, στο πρόσωπο του οποίου ενδέχεται να
συντρέχει το ασυμβίβαστο. Η Αρχή αποφασίζει ύστερα από ακρόαση του εν λόγω
μέλους. Την διαδικασία κινεί είτε ο Πρόεδρος της Αρχής είτε ο Υπουργός
Δικαιοσύνης.
4. Απώλεια της ιδιότητας βάσει της οποίας μέλος της Αρχής διορίσθηκε, σύμφωνα με
την παρ.1 του άρθρου 16 του παρόντος νόμου, συνεπάγεται την αυτοδίκαιη έκπτωσή
του αν οφείλεται σε αμετάκλητη πειθαρχική ή ποινική καταδίκη.
Άρθρο 18
Υποχρεώσεις και δικαιώματα μελών της Αρχής
1 Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους τα μέλη της Αρχής υπακούουν στη συνείδησή
τους και το νόμο. Υπόκεινται στο καθήκον εχεμύθειας. Ως μάρτυρες ή
πραγματογνώμονες μπορούν να καταθέτουν στοιχεία που αφορούν αποκλειστικά και
μόνο την τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου από υπεύθυνους επεξεργασίας. Το
καθήκον εχεμύθειας υφίσταται και μετά την με οποιονδήποτε τρόπο αποχώρηση των
μελών της Αρχής.
2 Oι μηνιαίες αποδοχές του Προέδρου της Αρχής είναι αντίστοιχες με το σύνολο των
εκάστοτε μηνιαίων αποδοχών του Προέδρου του Νομοκού Συμβουλίου του Κράτους, των
Δε μελών της Αρχής αντίστοιχες με το σαράντα τοις εκατό (40%) των αποδοχών του
Προέδρου κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη. Οι αποδοχές των αναπληρωτών του
Προέδρου και των μελών της Αρχής είναι αντίστοιχες με το 1/3 των μηνιαίων
αποδοχών του Προέδρου και των τακτικών μελών της Αρχής και καταβάλλονται σε
αυτούς εφόσον κατά βεβαίωση του Προέδρου της Αρχής προσέφεραν κατά τη διάρκεια
του μηνός υπηρεσία πλην της τυχόν συμμετοχής τους σε συνεδριάσεις της Αρχής. Η
αποζημίωση του Προέδρου, των μελών της Αρχής και του Γραμματέα για κάθε
συνεδρίαση στην οποία μετέχουν ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών
Δικαιοσύνης και Οικονομικών. Οι διατάξεις για τις δαπάνες κινήσεως των
μετακινούμενων προσώπων με εντολή του Δημοσίου για εκτέλεση υπηρεσίας που
ισχύουν κάθε φορά έχουν εφαρμογή και για την μετακίνηση των μελών και των
υπαλλήλων της Αρχής. Ο Πρόεδρος της Αρχής εκδίδει τις σχετικές εντολές
μετακίνησης. Η ισχύς των παραπάνω διατάξεων αρχίζει από την έναρξη λειτουργίας
της Αρχής.
3 Για κάθε παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον παρόντα νόμο, τα
μέλη της Αρχής υπέχουν πειθαρχική ευθύνη. Την πειθαρχική αγωγή ασκεί ενώπιον του
πειθαρχικού συμβουλίου ο Υπουργός Δικαιοσύνης για τον Πρόεδρο και τα μέλη της
Αρχής και ο Πρόεδρος της Αρχής για τα μέλη της. Το πειθαρχικό συμβούλιο
συντίθεται από έναν Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως πρόεδρο, έναν
Αρεοπαγίτη, ένα Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και δύο Καθηγητές Α.Ε.Ι. σε
γνωστικό αντικείμενο του δικαίου. Χρέη γραμματέα του συμβουλίου εκτελεί
υπάλληλος της Αρχής. Ο πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας του συμβουλίου
ορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές. Για τα μέλη του συμβουλίου που είναι
δικαστικοί λειτουργοί απαιτείται απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού
συμβουλίου. Το συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης με
τριετή θητεία. Το συμβούλιο συνεδριάζει με την παρουσία τεσσάρων τουλάχιστον
μελών, μεταξύ των οποίων οπωσδήποτε ο πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του, και
αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει
η ψήφος του προέδρου. Αν υπάρχουν περισσότερες από δύο γνώμες, οι ακολουθούντες
την ασθενέστερη οφείλουν να προσχωρήσουν σε μία από τις επικρατέστερες. Το
πειθαρχικό συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την απαλλαγή ή την
παύση του εγκαλουμένου. Η αμοιβή του προέδρου, των μελών και του γραμματέα του
συμβουλίου καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης
κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διατάξεως.
4 Μέλος της Αρχής που, κατά παράβαση του παρόντος νόμου, γνωστοποιεί με
οποιονδήποτε τρόπο δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι προσιτά σε αυτό λόγω
της υπηρεσίας του ή αφήνει άλλον να λάβει γνώση αυτών, τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δύο εκατομμυρίων
(2.000.000) δραχμών έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών. Αν όμως τέλεσε
την πράξη με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλο αθέμιτο όφελος ή να
βλάψει άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη. Αν η πράξη του πρώτου εδαφίου τελέστηκε από
αμέλεια επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή.
***Η παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 4 άρθρ. 11 Ν.2623/1998 Α139.
Άρθρο 19
Αρμοδιότητες, λειτουργία και αποφάσεις της Αρχής
1. Η Αρχή έχει τις εξής ιδίως αρμοδιότητες :
α) Εκδίδει οδηγίες προς τον σκοπό ενιαίας εφαρμογής των ρυθμίσεων που αφορούν
την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
β) Καλεί και επικουρεί τα επαγγελματικά σωματεία και τις λοιπές ενώσεις φυσικών
ή νομικών προσώπων που διατηρούν αρχεία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην
κατάρτιση κωδίκων δεοντολογίας για την αποτελεσματικότερη προστασία της
ιδιωτικής ζωής και των εν γένει δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών των
φυσικών προσώπων στον τομέα της δραστηριότητάς τους.
γ) Απευθύνει συστάσεις και υποδείξεις στους υπεύθυνους επεξεργασίας ή τους τυχόν
εκπροσώπους τους και δίδει κατά την κρίση της δημοσιότητα σε αυτές.
δ) Χορηγεί τις άδειες που προβλέπουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου και
καθορίζει το ύψος των σχετικών παραβόλων.
ε) Καταγγέλλει τις παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου στις αρμόδιες
διοικητικές και δικαστικές αρχές.
στ) Επιβάλλει τις κατά το άρθρο 21 του παρόντος νόμου διοικητικές κυρώσεις.
ζ) Αναθέτει σε μέλος ή μέλη της τη διενέργεια διοικητικών εξετάσεων.
η) Ενεργεί αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας διοικητικούς ελέγχους σε κάθε
αρχείο. Έχει προς τούτο δικαίωμα προσβάσεως στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα
και συλλογής κάθε πληροφορίας για τους σκοπούς του ελέγχου, χωρίς να μπορεί να
της αντιταχθεί κανενός είδους απόρρητο. Κατ’ εξαίρεση, η Αρχή δεν έχει πρόσβαση
στα στοιχεία ταυτότητας συνεργατών που περιέχονται σε αρχεία που τηρούνται για
λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Τον
έλεγχο διενεργεί μέλος ή μέλη της Αρχής ή υπάλληλος της Γραμματείας, ειδικά προς
τούτο εντεταλμένος από τον Πρόεδρο της Αρχής. Κατά τον έλεγχο αρχείων που
τηρούνται για λόγους εθνικής ασφαλείας παρίσταται αυτοπροσώπως ο Πρόεδρος της
Αρχής.
θ) Γνωμοδοτεί για κάθε ρύθμιση που αφορά την επεξεργασία και προστασία δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα.
ι) Εκδίδει κανονιστικές πράξεις για τη ρύθμιση ειδικών, τεχνικών και
λεπτομερειακών θεμάτων, στα οποία αναφέρεται ο παρών νόμος.
ια) Ανακοινώνει στη Βουλή παραβάσεις των ρυθμίσεων που αφορούν την προστασία του
ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
ιβ) Συντάσσει κάθε χρόνο έκθεση για την εκτέλεση της αποστολής της κατά το
προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Στην έκθεση επισημαίνονται και οι τυχόν
ενδεικνυόμενες νομοθετικές μεταβολές στον τομέα της προστασίας του ατόμου από
την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η έκθεση υποβάλλεται από τον
Πρόεδρο της Αρχής στον Πρόεδρο της Βουλής και τον Πρωθυπουργό και δημοσιεύεται
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με ευθύνη της Αρχής, η οποία μπορεί να δώσει και
άλλου είδους δημοσιότητα στην έκθεση.
ιγ) Εξετάζει παράπονα σχετικά με την εφαρμογή του νόμου και την προστασία των
δικαιωμάτων των αιτούντων όταν αυτά θίγονται από την επεξεργασία δεδομένων που
τους αφορούν και αιτήσεις με τις οποίες ζητείται ο έλεγχος και η εξακρίβωση της
νομιμότητας των επεξεργασιών αυτών και ενημερώνει τους αιτούντες για τις
σχετικές ενέργειές της.
ιδ) Συνεργάζεται με αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
και του Συμβουλίου της Ευρώπης σε ζητήματα σχετικά με την άσκηση των
αρμοδιοτήτων της.
2. Η Αρχή συνεδριάζει τακτικώς ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου. Συνεδριάζει
εκτάκτως ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου ή αίτηση δύο τουλάχιστον μελών της.
Οι αποφάσεις της Αρχής λαμβάνονται με πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων μελών της.
Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου ή του αναπληρωτή του.
3. Η Αρχή καταρτίζει τον κανονισμό λειτουργίας της, με τον οποίο ρυθμίζονται
ιδίως η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών της, η προηγούμενη ακρόαση των
ενδιαφερομένων, θέματα πειθαρχικής διαδικασίας και ο τρόπος διεξαγωγής των κατά
την περίπτωση η’ της παρ. 1 του παρόντος άρθρου ελέγχων.
***Στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου προστίθενται με την παρ. 5 του άρθρ. 34
του Ν. 2915/2001 τα ακόλουθα εδάφια:
«Η Αρχή μπορεί να συνεδριάζει και σε τμήματα, συντιθέμενα από τρία τουλάχιστον
τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη και προεδρευόμενα από τον Πρόεδρο της Αρχής ή τον
αναπληρωτή του. Ο κανονισμός λειτουργίας της ρυθμίζει περαιτέρω τη σύνθεση, τους
όρους λειτουργίας των τμημάτων και την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ
ολομέλειας και τμημάτων. Αποφάσεις των τμημάτων μπορεί να τροποποιούνται ή
ανακαλούνται από την ολομέλεια.»
4. Η Αρχή τηρεί τα ακόλουθα μητρώα :
α) Μητρώο Αρχείων και Επεξεργασιών, στο οποίο περιλαμβάνονται τα αρχεία και οι
επεξεργασίες που γνωστοποιούνται στην Αρχή.
β) Μητρώο Αδειών, στο οποίο περιλαμβάνονται οι άδειες που εκδίδει η Αρχή για την
ίδρυση και λειτουργία αρχείων που περιέχουν ευαίσθητα δεδομένα.
γ) Μητρώο Διασυνδέσεων, στο οποίο περιλαμβάνονται οι δηλώσεις και οι άδειες που
εκδίδει η Αρχή για τη διασύνδεση αρχείων.
δ) Μητρώο προσώπων που δεν επιθυμούν να περιλαμβάνονται σε αρχεία, τα οποία
έχουν ως σκοπό την προώθηση προμήθειας αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών εξ
αποστάσεως.
ε) Μητρώο Αδειών Διαβίβασης, στο οποίο καταχωρίζονται οι άδειες διαβίβασης
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
στ) Μητρώο Απόρρητων Αρχείων, στο οποίο καταχωρίζονται, με απόφαση της Αρχής
ύστερα από αίτηση του εκάστοτε υπεύθυνου επεξεργασίας, αρχεία που τηρούν τα
Υπουργεία Εθνικής Άμυνας και Δημόσιας Τάξης καθώς και η Εθνική Υπηρεσία
Πληροφοριών, για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών
εγκλημάτων. Στο Μητρώο Απόρρητων Αρχείων καταχωρίζονται και οι διασυνδέσεις με
ένα τουλάχιστον αρχείο της περίπτωσης αυτής.
5. Καθένας έχει πρόσβαση στα υπό στοιχεία α, β, γ, δ και ε μητρώα της
προηγούμενης παραγράφου. Ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου και με απόφαση της
Αρχής είναι δυνατό να επιτραπεί εν όλω ή εν μέρει, η πρόσβαση και στο Μητρώο
Απόρρητων Αρχείων. Ύστερα από αίτηση του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκπροσώπου
του και με απόφαση της Αρχής είναι δυνατόν να απαγορευθεί, εν όλω ή εν μέρει, η
πρόσβαση στο Μητρώο Αδειών Διαβίβασης, εφ’ όσον από αυτήν θα προέκυπτε κίνδυνος
για την ιδιωτική ζωή τρίτου, την εθνική ασφάλεια, τη διακρίβωση ιδιαίτερα
σοβαρών εγκλημάτων και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της χώρας που απορρέουν από
διεθνείς συμβάσεις.
6. Ο Πρόεδρος εκπροσωπεί την Αρχή ενώπιον κάθε άλλης αρχής, καθώς και σε
επιτροπές και ομάδες, συνεδριάσεις και συνόδους οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης
καθώς και άλλων διεθνών οργανισμών και οργάνων που προβλέπονται από διεθνείς
συμβάσεις ή στις οποίες μετέχουν εκπρόσωποι αντίστοιχων αρχών άλλων χωρών. Ο
Πρόεδρος μπορεί να αναθέτει την εκπροσώπηση της Αρχής σε μέλος της, αναπληρωτή ή
και υπάλληλο του κλάδου ελεγκτών της Γραμματείας.
7. Στον Πρόεδρο της Αρχής ανήκει η ευθύνη της λειτουργίας της καθώς και της
λειτουργίας της Γραμματείας. Ο Πρόεδρος μπορεί να εξουσιοδοτεί μέλος της Αρχής ή
τον προϊστάμενο της Γραμματείας ή προϊστάμενο υπηρεσίας της Γραμματείας να
υπογράφει με “εντολή Προέδρου” έγγραφα, εντάλματα πληρωμής ή άλλες πράξεις. Ο
Πρόεδρος είναι ο διοικητικός προϊστάμενος του προσωπικού της Γραμματείας, ασκεί
την επ’ αυτού πειθαρχική εξουσία και μπορεί να επιβάλλει πειθαρχική ποινή το
πολύ προστίμου ίσου προς το ήμισυ των μηνιαίων αποδοχών του εγκαλουμένου.
***Στο παρόν άρθρο προστίθεται με την παρ. 6 του άρθρ. 34 του Ν. 2915/2001
παράγραφος 7α ως εξής:
7α. Όταν η προστασία του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων
επιβάλλει την άμεση λήψη απόφασης, ο Πρόεδρος μπορεί, ύστερα από αίτηση του
ενδιαφερομένου, να εκδίδει προσωρινή διαταγή για άμεση, ολική ή μερική, αναστολή
της επεξεργασίας ή της λειτουργίας του αρχείου. Η διαταγή ισχύει μέχρι την
έκδοση της οριστικής απόφασης από την Αρχή. Την παραπάνω αρμοδιότητα έχει και η
Αρχή, όταν επιλαμβάνεται του θέματος.
8. Οι κανονιστικές αποφάσεις της Αρχής δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως. Οι λοιπές αποφάσεις της Αρχής ισχύουν από την έκδοση ή την
κοινοποίησή τους.
9. Ένδικα βοηθήματα κατά των αποφάσεων της Αρχής μπορεί να ασκεί και το Δημόσιο.
Το ένδικο βοήθημα ασκεί ο κατά περίπτωση αρμόδιος υπουργός.
***Στην παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου προστίθενται με την παρ. 7 του άρθρ. 34
του Ν. 2915/2001 τα ακόλουθα εδάφια:
Σε κάθε δίκη που αφορά απόφαση της Αρχής διάδικος είναι η ίδια, εκπροσωπούμενη
από τον Πρόεδρο. Η παράσταση στο δικαστήριο γίνεται είτε από μέλος του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους είτε από μέλος της Αρχής, τακτικό ή αναπληρωματικό, ή
ελεγκτή, που είναι δικηγόρος και ενεργεί με εντολή του Προέδρου χωρίς αμοιβή.
10. Κάθε δημόσια αρχή παρέχει τη συνδρομή της στην Αρχή.
Άρθρο 20
Γραμματεία της Αρχής
1. Η Αρχή εξυπηρετείται από Γραμματεία. Η Γραμματεία λειτουργεί σε επίπεδο
Διευθύνσεως. Η υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων της διέπεται από τις διατάξεις
που ισχύουν εκάστοτε για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
2. Η οργάνωση της Γραμματείας, η διαίρεση της σε τμήματα και γραφεία και οι επί
μέρους αρμοδιότητες τούτων, ο αριθμός των θέσεων του προσωπικού κατά κλάδους και
ειδικότητες και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με προεδρικό
διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης &
Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Δικαιοσύνης, ύστερα από εισήγηση της Αρχής, η
οποία διατυπώνεται μέσα σε δύο (2) μήνες από τη συγκρότησή της. Με το αυτό
διάταγμα προβλέπεται συγκρότηση, ως υπηρεσιακής μονάδας της Γραμματείας,
τμήματος Ελεγκτών, η πρόσληψη και η υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων του
οποίου ρυθμίζεται κατά παρέκκλιση από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις. Ο
προϊστάμενος της Γραμματείας προέρχεται υποχρεωτικά από τον κλάδο ελεγκτών. Ο
αριθμός των θέσεων του πάσης φύσεως προσωπικού της Γραμματείας δεν μπορεί να
υπερβαίνει τις τριάντα (30).
Ως υπάλληλοι του Τμήματος Ελεγκτών της Γραμματείας της Αρχής μπορούν να
προσλαμβάνονται και δικηγόροι, χωρίς να αποβάλλουν τη δικηγορική ιδιότητα, αλλά
με αναστολή της ασκήσεως της δικηγορίας κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
Το τελευταίο εδάφιο της παρ.2 προστέθηκε με την παρ.5 άρθρο 11 Ν.2623/1998.
3. Η πλήρωση των θέσεων της Γραμματείας γίνεται σύμφωνα με τις εκάστοτε
ισχύουσες διατάξεις για την πρόσληψη δημόσιων υπαλλήλων. Ειδικά για τους
υπαλλήλους του κλάδου ελεγκτών της Γραμματείας η πρόσληψή τους γίνεται από την
Αρχή, με επιλογή ή διαγωνισμό, ύστερα από προκήρυξή της.
4. Τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης του προσωπικού της Γραμματείας κρίνονται από
υπηρεσιακό συμβούλιο, που συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου της Αρχής και
αποτελείται από δύο (2) μέλη της, έναν (1) υπάλληλο που ορίζεται από αυτήν και
δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι
εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για τα υπηρεσιακά συμβούλια του προσωπικού των
δημόσιων υπηρεσιών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
5. Οι τακτικοί υπάλληλοι της Γραμματείας της Αρχής υπάγονται ως προς την
επικουρική ασφάλισή τους στο Ταμείο Αρωγής Προσωπικού Υπηρεσιών Αρμοδιότητος
Υπουργείου Δικαιοσύνης. ΄Όσοι προέρχονται από άλλες υπηρεσίες μπορούν να
διατηρήσουν τα ταμεία ασφαλίσεως της προηγούμενης υπηρεσίας τους. Οι υπάλληλοι
της Γραμματείας ασφαλίζονται υποχρεωτικώς στο Ταμείο Νομικών, υπό τους αυτούς
όρους με τους οποίους ασφαλίζονται και οι λοιποί έμμισθοι ασφαλισμένοι του. Οι
διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και επί των υπαλλήλων που
μετατάσσονται στη Γραμματεία της Αρχής από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.
6. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, η πλήρωση των θέσεων προϊσταμένων
υπηρεσιακών μονάδων της Γραμματείας, εκτός του Τμήματος Ελεγκτών, γίνεται ύστερα
από προκήρυξη της Αρχής, είτε με μετάταξη υπαλλήλων βαθμού Α’ ή αντίστοιχου του
Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, είτε με διορισμό. Διορισμός
γίνεται μόνο στις θέσεις που δεν θα πληρωθούν με μετάταξη. Η επιλογή των
μετατασσομένων ή διοριζομένων γίνεται από την Αρχή. Ο διορισμός των επιλεγομένων
από την Αρχή γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και η μετάταξη με
απόφαση του ίδιου και του οικείου Υπουργού. Για την μετάταξη δεν απαιτείται
γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου της υπηρεσίας από την οποία
μετατάσσεται ο υπάλληλος. Τον προϊστάμενο της Γραμματείας επιλέγει η Αρχή από
τους υπαλλήλους του κλάδου ελεγκτών, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη.
7. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος οι λοιπές θέσεις της Γραμματείας
πληρούνται με τις προϋποθέσεις και την διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου.
Προτιμούνται υποψήφιοι που έχουν αποδεδειγμένη εμπειρία σε θέματα πληροφορικής.
Για τους υπαλλήλους του κλάδου ελεγκτών ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 3 του
παρόντος άρθρου.
8. Ο χρόνος της προηγούμενης υπηρεσίας των μετατασσομένων από νομικά πρόσωπα
δημοσίου δικαίου ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου λογίζεται ως χρόνος
πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας για κάθε συνέπεια.
9. Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 18 εφαρμόζονται και επί των υπαλλήλων της
Γραμματείας.
10. Στο προσωπικό της Γραμματείας της Αρχής, πλέον του μισθού και των λοιπών
επιδομάτων που καταβάλλονται κάθε φορά στους μόνιμους υπαλλήλους του Υπουργείου
Δικαιοσύνης, μπορεί να καταβάλλεται και πρόσθετη αμοιβή που καθορίζεται κατά
κατηγορία, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης.
Η παρ.10 προστέθηκε με την παρ.3 άρθρο 13 Ν.2703/1999 ΦΕΚ Α΄ 72.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’
ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Άρθρο 21
Διοικητικές κυρώσεις
1. Η Αρχή επιβάλλει στους υπεύθυνους επεξεργασίας ή στους τυχόν εκπροσώπους τους
τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις, για παράβαση των υποχρεώσεών τους που
απορρέουν από τον παρόντα νόμο και από κάθε άλλη ρύθμιση που αφορά την προστασία
του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα :
α) Προειδοποίηση, με αποκλειστική προθεσμία για άρση της παράβασης.
β) Πρόστιμο ποσού από τριακόσιες χιλιάδες (300.000) έως πενήντα εκατομμύρια
(50.000.000) δραχμές.
γ) Προσωρινή ανάκληση άδειας.
δ) Οριστική ανάκληση άδειας.
ε) Καταστροφή αρχείου ή διακοπή επεξεργασίας και καταστροφή των σχετικών
δεδομένων.
2. Οι υπό στοιχεία β, γ, δ και ε διοικητικές κυρώσεις της προηγούμενης
παραγράφου επιβάλλονται πάντοτε ύστερα από ακρόαση του υπεύθυνου επεξεργασίας ή
του εκπροσώπου του. Είναι ανάλογες προς τη βαρύτητα της παράβασης που
καταλογίζεται. Οι υπό στοιχεία γ, δ και ε διοικητικές κυρώσεις επιβάλλονται σε
περιπτώσεις ιδιαίτερα σοβαρής ή καθ’ υποτροπή παράβασης. Πρόστιμο μπορεί να
επιβληθεί σωρευτικά και με τις υπό στοιχεία γ, δ και ε κυρώσεις. Εάν επιβληθεί η
κύρωση της καταστροφής αρχείου, για την καταστροφή ευθύνεται ο υπεύθυνος
επεξεργασίας αρχείου, στον οποίο μπορεί να επιβληθεί και πρόστιμο για μη
συμμόρφωση.
3. Τα ποσά των προστίμων της παρ. 1 μπορεί να αναπροσαρμόζονται με απόφαση του
Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από πρόταση της Αρχής.
4. Οι πράξεις της Αρχής με τις οποίες επιβάλλονται πρόστιμα συνιστούν εκτελεστό
τίτλο και επιδίδονται στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον τυχόν εκπρόσωπό του. Η
είσπραξη των προστίμων γίνεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων
Εσόδων (ΚΕΔΕ).
Άρθρο 22
Ποινικές κυρώσεις
1. Όποιος παραλείπει να γνωστοποιήσει στην Αρχή, κατά το άρθρο 6 του παρόντος
νόμου τη σύσταση και λειτουργία αρχείου ή οποιαδήποτε μεταβολή στους όρους και
τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της άδειας που προβλέπεται από την παρ. 3 του άρθρου
7 του παρόντος νόμου, τιμωρείται με φυλάκιση έως τριών (3) ετών και χρηματική
ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών έως πέντε εκατομμυρίων
(5.000.000) δραχμών.
2. Όποιος κατά παράβαση του άρθρου 7 του παρόντος νόμου διατηρεί αρχείο χωρίς
άδεια ή κατά παράβαση των όρων και προϋποθέσεων της άδειας της Αρχής, τιμωρείται
με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός
εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών έως πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών.
3. Όποιος κατά παράβαση του άρθρου 8 του παρόντος νόμου προβαίνει σε διασύνδεση
αρχείων χωρίς να την γνωστοποιήσει στην Αρχή, τιμωρείται με φυλάκιση έως τριών
(3) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών
έως πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών. Όποιος προβαίνει σε διασύνδεση
αρχείων χωρίς την άδεια της Αρχής, όπου αυτή απαιτείται ή κατά παράβαση των όρων
της άδειας που του έχει χορηγηθεί, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους
και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών έως πέντε
εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών.
4. Όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί,
αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα
καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν
γνώση των εν λόγω δεδομένων, ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο,
τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή και αν
πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) τουλάχιστον
ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000)
δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις.
5. Υπεύθυνος επεξεργασίας που δεν συμμορφώνεται με τις αποφάσεις της Αρχής που
εκδίδονται για την ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης, σύμφωνα με την παρ. 4
του άρθρου 12, για την ικανοποίηση του δικαιώματος αντίρρησης, σύμφωνα με την
παρ. 2 του άρθρου 13, καθώς και με πράξεις επιβολής των διοικητικών κυρώσεων των
περιπτώσεων γ’, δ’ και ε’ της παρ. 1 του άρθρου 21 τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου
(1.000.000) δραχμών έως πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών. Με τις ποινές
του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται ο υπεύθυνος επεξεργασίας που διαβιβάζει
δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά παράβαση του άρθρου 9 καθώς και εκείνος που
δεν συμμορφώνεται προς την δικαστική απόφαση του άρθρου 14 του παρόντος νόμου.
6. Αν ο υπαίτιος των πράξεων των παρ. 1 έως 5 του παρόντος άρθρου είχε σκοπό να
προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ή να βλάψει
τρίτον, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον
δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών.
7. Αν από τις πράξεις των παρ. 1 έως και 5 του παρόντος άρθρου προκλήθηκε
κίνδυνος για την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος ή για την
εθνική ασφάλεια, επιβάλλεται κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον πέντε
εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών.
8. Αν οι πράξεις των παρ. 1 έως 5 του παρόντος άρθρου τελέσθηκαν από αμέλεια,
επιβάλλεται φυλάκιση έως τριών (3) ετών και χρηματική ποινή.
9. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, αν υπεύθυνος επεξεργασίας
δεν είναι φυσικό πρόσωπο, ευθύνεται ο εκπρόσωπος του νομικού προσώπου ή ο
επικεφαλής της δημόσιας αρχής ή υπηρεσίας ή οργανισμού αν ασκεί και ουσιαστικά
τη διοίκηση ή διεύθυνση αυτών.
10. Για τα εγκλήματα του παρόντος άρθρου ο Πρόεδρος και τα μέλη της Αρχής καθώς
και οι προς τούτο ειδικά εντεταλμένοι υπάλληλοι του τμήματος ελεγκτών της
Γραμματείας, είναι ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι και έχουν όλα τα δικαιώματα που
προβλέπει σχετικά ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Μπορούν να διενεργούν
προανάκριση και χωρίς εισαγγελική παραγγελία, όταν πρόκειται για αυτόφωρο
κακούργημα ή πλημμέλημα ή υπάρχει κίνδυνος από την αναβολή.
11. Για τα εγκλήματα της παρ. 5 του παρόντος άρθρου καθώς επίσης και σε κάθε
άλλη περίπτωση όπου προηγήθηκε διοικητικός έλεγχος από την Αρχή, ο Πρόεδρος
αυτής ανακοινώνει γραπτώς στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε αποτέλεσε
αντικείμενο έρευνας από την Αρχή και διαβιβάζει σε αυτόν όλα τα στοιχεία και τις
αποδείξεις.
12. Η προανάκριση για τα εγκλήματα του παρόντος άρθρου περατώνεται μέσα σε δύο
(2) το πολύ μήνες από την άσκηση της ποινικής δίωξης και εφόσον υπάρχουν
αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη, η δικάσιμος
ορίζεται σε ημέρα που δεν απέχει περισσότερο από τρεις (3) μήνες από το πέρας
της προανάκρισης ή αν η παραπομπή έγινε με βούλευμα δύο (2) μήνες από τότε που
αυτό έγινε αμετάκλητο. Σε περίπτωση εισαγωγής της υπόθεσης με απευθείας κλήση
του κατηγορουμένου στο ακροατήριο δεν επιτρέπεται η προσφυγή κατά του κλητήριου
θεσπίσματος.
13. Δεν επιτρέπεται αναβολή της δίκης για τα εγκλήματα του παρόντος άρθρου παρά
μόνον μία φορά για εξαιρετικά σοβαρό λόγο. Στην περίπτωση αυτή ορίζεται ρητή
δικάσιμος, που δεν απέχει περισσότερο από δύο (2) μήνες και η υπόθεση
εκδικάζεται κατ’ εξαίρεση πρώτη.
14. Τα κακουργήματα που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο υπάγονται στην
αρμοδιότητα του δικαστηρίου των εφετών.
Άρθρο 23
Αστική ευθύνη
1. Φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του
παρόντος νόμου, προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν
προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει
και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον.
2. Η κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση
του παρόντος νόμου ορίζεται κατ’ ελάχιστο στο ποσό των δύο εκατομμυρίων
(2.000.000) δραχμών, εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η
παράβαση οφείλεται σε αμέλεια. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση επιδικάζεται
ανεξαρτήτως από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη.
3. Οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου εκδικάζονται κατά τα άρθρα 664 - 676 του
Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ανεξάρτητα από την τυχόν έκδοση ή μη απόφασης της
Αρχής ή την τυχόν άσκηση ποινικής δίωξης, καθώς και από την αναστολή ή αναβολή
της για οποιοδήποτε λόγο. Η απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται μέσα σε δύο (2)
μήνες από την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’
ΤΕΛΙΚΕΣ - ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 24
Υποχρεώσεις υπεύθυνου επεξεργασίας
1. Οι υπεύθυνοι επεξεργασίας αρχείων τα οποία λειτουργούν κατά την έναρξη ισχύος
του παρόντος νόμου, υποχρεούνται να υποβάλλουν την κατά το άρθρο 6 γνωστοποίηση
λειτουργίας στην Αρχή μέσα σε έξι (6) μήνες από την έναρξη λειτουργίας της
Αρχής.
2. Την ίδια υποχρέωση έχουν και οι υπεύθυνοι επεξεργασίας αρχείων με ευαίσθητα
δεδομένα, τα οποία λειτουργούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου,
προκειμένου να εκδοθεί η κατά την παρ. 3 του άρθρου 7 άδεια.
3. Για αρχεία που λειτουργούν και επεξεργασίες που εκτελούνται κατά την έναρξη
ισχύος του παρόντος νόμου οι υπεύθυνοι επεξεργασίας οφείλουν να προβούν στην
κατά την παρ. 1 του άρθρου 11 ενημέρωση των υποκειμένων μέσα σε έξι (6) μήνες
από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής. Η ενημέρωση, εφόσον αφορά μεγάλο αριθμό
υποκειμένων μπορεί να γίνει και δια του τύπου. Στην περίπτωση αυτή τις
λεπτομέρειες καθορίζει η Αρχή. Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 11 έχουν
εφαρμογή και εν προκειμένω.
4. Για τα εξ ολοκλήρου μη αυτοματοποιημένα αρχεία οι προθεσμίες των προηγουμένων
παραγράφων είναι ενός (1) χρόνου.
5. Οι διατάξεις των άρθρων 11, 12, 13, και 19 παρ. 1 του παρόντος νόμου δεν
εφαρμόζονται στο ποινικό μητρώο και στα υπηρεσιακά αρχεία που τηρούνται από τις
αρμόδιες δικαστικές αρχές για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας της
ποινικής δικαιοσύνης και στο πλαίσιο της λειτουργίας της.
Άρθρο 25
Έναρξη λειτουργίας της Αρχής
1. Μέσα σε εξήντα (60) μέρες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου,
διορίζεται ο Πρόεδρος της Αρχής και ο αναπληρωτής του. Μέσα στην ίδια προθεσμία
ο Υπουργός Δικαιοσύνης υποβάλει στον Πρόεδρο της Βουλής πρόταση για τον διορισμό
των τεσσάρων τακτικών μελών της Αρχής και των ισάριθμων αναπληρωτών τους.
2. Ο χρόνος της έναρξης λειτουργίας της Αρχής ορίζεται με απόφαση του Υπουργού
Δικαιοσύνης που εκδίδεται το αργότερο μέσα σε τέσσερις (4) μήνες μετά τη
συγκρότηση της Αρχής. Από τον διορισμό των μελών της και έως την κατά τις παρ. 6
και 7 του άρθρου 20 του παρόντος νόμου πλήρωση των θέσεων της Γραμματείας της, η
Αρχή εξυπηρετείται από προσωπικό το οποίο αποσπάται προσωρινά σε αυτήν, με
απόφασή της, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη.
3. Έως ότου η Αρχή λειτουργήσει σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, η
εκκαθάριση των δαπανών της γίνεται από τη Διεύθυνση Οικονομικού της Κεντρικής
Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, σε βάρος του προϋπολογισμού του Υπουργείου
Δικαιοσύνης.
4. Η κατά την παρ. 2 του παρόντος άρθρου απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης για
τον χρόνο έναρξης λειτουργίας της Αρχής δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως και σε τέσσερις (4) τουλάχιστον ημερήσιες πολιτικές εφημερίδες
ευρείας κυκλοφορίας που εκδίδονται στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη και σε δύο (2)
τουλάχιστον ημερήσιες οικονομικές εφημερίδες.
Άρθρο 26
Έναρξη ισχύος
1. Η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 15, 16, 17, 18 και 20 του παρόντος νόμου
αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Η ισχύς των λοιπών διατάξεων αρχίζει από την κατά το προηγούμενο άρθρο έναρξη
λειτουργίας της Αρχής.
(Αν εισήλθατε σε αυτή τη σελίδα από ΜΗΧΑΝΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ ή από άλλη εξωτερική σύνδεση, και δεν βλέπετε ολη τη σελίδα (όλα τα frames), πατήστε ΕΔΩ για να επανέλθετε. Ευχαριστούμε) |