Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής
Γενικής Συνομοσπονδίας
Εργατών Ελλάδας
Φτώχεια
Εκπαίδευση και κοινωνικές ανισότητες στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης
Α Θ Η Ν Α
Ιανουάριος 2008
Συντονισμός
- Παρουσίαση:
•
Νίκος ΠΑΪΖΗΣ,
Μαθηματικός, Υπεύθυνος Ερευνητικών Προγραμμάτων ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕΕ
Αναζήτηση
πηγών, επεξεργασία στοιχείων, κείμενα:
•
ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ
Γιώτα,
Πολιτικός Επιστήμων, συνεργάτης ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ
•
ΜΑΜΟΥΧΑ Ιωάννα,
Οικονομολόγος, συνεργάτης ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ
Το ότι υπάρχουν εκπαιδευτικές ανισότητες στη χώρα, αλλά
και σε κάθε άλλη, δεν αποτελεί είδηση. Το ότι όμως η εθνική
εκπαιδευτική πολιτική, ακόμα και όταν υλοποιείται με τον αυτό
τρόπο σε όλες τις περιοχές, αδικεί κατάφορα τις περιοχές που
μειονεκτούν δεν έχει αναδειχθεί ποτέ, ώστε να επηρεάσει
ουσιαστικά το σχεδιασμό και την άσκηση της ίδιας της εθνικής και
περιφερειακής πολιτικής. Μιας πολιτικής που οφείλει να
εξειδικεύει, να ιεραρχεί, να προτάσσει, να στηρίζει, να
επιμορφώνει όλους, αλλά ταυτόχρονα -μαζί με την τοπική
κοινωνία- οφείλει να επικεντρώνεται κατά ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ σε
εκείνες τις περιοχές που οι ποιοτικοί και ποσοτικοί δείκτες
υστερούν σημαντικά.
Η ανάδειξη της γεωγραφίας των ανισοτήτων στην
εκπαίδευση, ο συσχετισμός του κοινωνικού αποκλεισμού στην
πρόσβαση σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, με τους δείκτες οικονομικής και
πολιτιστικής ανάπτυξης, η σύνδεση της σχολικής
αναποτελεσματικότητας με τη διαφαινόμενη απαξίωση της γνώσης,
αποτελούν μερικά και μόνο από τα ευρήματα της σημαντικής αυτής
έρευνας του ΚΑΝΕΠ. Δυστυχώς οι κοινωνικές ανισότητες στην
εκπαίδευση αφορούν ολόκληρες περιοχές της χώρας –ακόμα και μέσα
στο Λεκανοπέδιο Αττικής- και συνδέονται με περιφερειακές,
οικονομικές αλλά και μορφωτικές και πολιτισμικές
ανισότητες.
Τα χαμηλά οικονομικά αλλά και μισθοσυντήρητα στρώματα
πλήττονται κατά κόρον από την ύπαρξη των ανισοτήτων αυτών με
αποτέλεσμα οι «γκρίζες ζώνες της εκπαίδευσης» να
αποκαλύπτουν τη «γκρίζα πραγματικότητα» μιας ολόκληρης
κοινωνίας.
Η Γ.Σ.Ε.Ε τοποθετώντας στο προσκήνιο της πολιτικής την
τοπική κοινωνία πιστεύει ακράδαντα στη δύναμη της
εκπαίδευσης ως θεμελιώδους παράγοντα ανάπτυξης και δημιουργικής
αναμόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας. Θεωρεί βασική της αρχή
την αξία του κοινωνικού διαλόγου ως μέσου σύνθεσης και
διαμόρφωσης πολιτικών οι οποίες θα συμβάλουν στη συρρίκνωση
των κοινωνικών ανισοτήτων, στην προάσπιση του δημόσιου χαρακτήρα
της μόρφωσης, στην ενίσχυση των κοινωνικά ευπαθών περιοχών και
ομάδων του πληθυσμού. Η παιδεία αποτελεί εθνικό κεφάλαιο
και η πολιτική συναίνεση στη χάραξη στρατηγικής αποτελεί
αναγκαίο προαπαιτούμενο. Με γνώμονα πάντα την έρευνα και την
τεκμηρίωση απαιτείται μια εθνική πολιτική για την παιδεία
χωρίς μικροψυχία και μικροκομματικά κατάλοιπα του παρελθόντος.
Η Γ.Σ.Ε.Ε, ως συλλογικός φορέας εκπροσώπησης των
εργαζομένων, των πολιτών της μισθωτής εργασίας, θα στηρίξει με
όλες τις δυνάμεις της τη δημιουργία ενός νέου εκπαιδευτικού
οράματος για την ελληνική κοινωνία.
Εισαγωγικές έννοιες και προσεγγίσεις
1. Έννοια
και Μέτρηση της Φτώχειας
Αν και υπάρχουν
ποικίλες προσεγγίσεις στον ορισμό και την έννοια της φτώχειας,
φαίνεται ότι κοινός στόχος όλων των προσεγγίσεων είναι ο
χαρακτηρισμός και εντοπισμός των νοικοκυριών και ατόμων τα οποία
υστερούν χαρακτηριστικά σε διαθέσιμους χρηματικούς και μη πόρους
με αποτέλεσμα να μη μπορούν να συμμετέχουν κατά ανεκτό βαθμό
στην κοινωνικοοικονομική ζωή της κοινωνίας που ζουν. Η υστέρηση
των νοικοκυριών και ατόμων σε χρηματικούς και μη πόρους
σημαίνει, βέβαια, ότι η έννοια της φτώχειας συντίθεται από
στοιχεία ποσοτικά (ανεπαρκείς χρηματικοί πόροι) αλλά και
ποσοτικά (ελλιπείς μη χρηματικοί πόροι). (Οικονομική και
Κοινωνική Επιτροπή Ο.Κ.Ε.)
Η ποσοτική
διάσταση της φτώχειας, συνεπώς, σημαίνει την έλλειψη πόρων για
τη διασφάλιση των όρων και προϋποθέσεων ενός ελάχιστού (ανεκτού)
επιπέδου ζωής. Η διάσταση αυτή της φτώχειας επιδέχεται
ουσιαστικά δύο ορισμούς :
o
την απόλυτη φτώχεια που ορίζεται ως ποσοστό του πληθυσμού
που ζει με λιγότερο από ένα καθορισμένο ποσό την ημέρα συνήθως
με λιγότερο από ένα δολάριο σε τιμές του 1985 και
o
τη σχετική φτώχεια που ορίζεται ως ποσοστό των ατόμων σε
μια χώρα που ζουν με εισόδημα κατώτερο ενός συγκεκριμένου
ποσοστού του διαμέσου εισοδήματος (συνήθως 50% ή 60%). Ο ορισμός
του ποσοστού του διαμέσου εισοδήματος διαφέρει από χώρα σε χώρα.
Στην παρούσα
μελέτη η γραμμή φτώχειας υπολογίζεται με τη σχετική έννοια και
ορίζεται στο 60% του διαμέσου ισοδύναμου συνολικού διαθέσιμου
εισοδήματος του νοικοκυριού. Ως συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο
εισόδημα του νοικοκυριού θεωρείται το συνολικό καθαρό εισόδημα (
δηλαδή το εισόδημα μετά την αφαίρεση των φόρων και των εισφορών
για κοινωνική ασφάλιση) που λαμβάνεται από τα μέλη του
νοικοκυριού.
Η ποιοτική
διάσταση της φτώχειας αναφέρεται στην αδυναμία πρόσβασης του
ατόμου στις βασικές κοινωνικές πολιτικές, πολιτιστικές και
επαγγελματικές ευκαιρίες και δυνατότητες μιας συγκεκριμένης
κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Η αλληλένδετη
εξέλιξη των φαινομένων της φτώχειας και του αποκλεισμού τις
τελευταίες δύο δεκαετίες επιβάλλει να ληφθεί υπόψη και ο
κοινωνικός αποκλεισμός. Όποια μέτρα και αν ληφθούν πρέπει να
αντιμετωπίσουν τη φτώχεια και τον αποκλεισμό ως δίπτυχο
αδιαίρετο. (Γνώμη της ΟΚΕ από 13.7.2000)
2. Τα αίτια
της Φτώχειας
(Γνώμη της ΟΚΕ από 13.7.2000)
1.
Βασικό αίτιο της φτώχειας είναι η ανεργία. Η αναδιάρθρωση των
παραγωγικών δομών της χώρας δεν συνοδεύτηκε από έγκαιρη μέριμνα
για άρση των συνεπειών που αυτή θα έχει στην απασχόληση.
Αναγκαία είναι και η αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης σε σχολικό
και πανεπιστημιακό επίπεδο ώστε να αντιμετωπιστούν οι αλλαγές
στην αγορά εργασίας και να προσανατολιστούν οι νέοι και το
εργατικό δυναμικό της χώρας μέσω της επαγγελματικής κατάρτισής
τους.
2.
Η
αντιμετώπιση της φτώχειας γίνεται στην εποχή μας ακόμη
δυσχερέστερη λόγω αλλαγής της δομής της οικογένειας εξαιτίας της
οποίας η τελευταία δεν μπορεί να επιτελέσει όπως παλιότερα την
αλληλοϋποστηρικτική λειτουργία της. Η αύξηση των πυρηνικών
οικογενειών (γονείς και τέκνα) καθώς και των μονογονεϊκών
οικογενειών και η αύξηση της κινητικότητας του πληθυσμού μετά
την είσοδό του σε παραγωγική ηλικία μείωσε τη δυνατότητα
στήριξης από τους γονείς προς τα ενήλικα τέκνα και αντίστροφα.
3.
Στην όξυνση του φαινομένου της φτώχειας συνέβαλε και η
συγκέντρωση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην
πρωτεύουσα. Όπως είναι φυσικό η διαβίωση των ανέργων στα αστικά
κέντρα καθιστά πιο επώδυνες τις συνέπειες της φτώχειας καθώς
στην ύπαιθρο συνήθως ήταν εξασφαλισμένα τα στοιχειώδη μέσα
διαβίωσης (στέγη και διατροφή).
4.
Έλλειψη ολοκληρωμένου συστήματος κοινωνικής πρόνοιας. Αν και τα
διατιθέμενα κονδύλια για την κοινωνική πρόνοια, συγκρινόμενα με
τα αντίστοιχα άλλων μεσογειακών χωρών της ΕΕ δεν είναι χαμηλά
ωστόσο το πρόβλημα βρίσκεται στον τρόπο διάθεσης των κονδυλίων
αυτών και στο διοικητικό κόστος της κοινωνικής πολιτικής που
είναι δυσανάλογα μεγάλο. Το αποτέλεσμα είναι ότι σημαντικό μέρος
των πόρων να μη φτάνει ποτέ στους πραγματικούς αποδέκτες της που
είναι οι φτωχοί.
5.
Τα προβλήματα που εντοπίσαμε στο σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας
εμφανίζονται και στο χώρο της κοινωνικής ασφάλισης όπου
εντοπίζεται μια άλλη σημαντική κατηγορία φτωχών, οι ηλικιωμένοι,
είτε ανασφάλιστοι είτε χαμηλοσυνταξιούχοι. Παράγοντας όξυνσης
του φαινομένου της φτώχειας είναι ακόμη η χρόνια έλλειψη
ασφαλιστικής συνείδησης και η εισφοροδιαφυγή.
6.
Η
αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να συλλέξει πόρους πολύτιμους
για την κοινωνική πολιτική της χώρας δεν εντοπίζεται μόνο στο
χώρο της κοινωνικής ασφάλισης αλλά χαρακτηρίζει και το
φορολογικό μας σύστημα, το οποίο δεν επιτελεί ικανοποιητικά τον
αναδιανεμητικό του ρόλο.
7.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην Ελλάδα δεν επιτέλεσε στον
επιθυμητό βαθμό τον αναπτυξιακό του ρόλο καθώς τα δάνεια συχνά
δίνονται με κριτήρια μη αναπτυξιακά. Η μη πρόσφορη αξιοποίηση
των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων της χώρας (άτοκη
δέσμευση ή εντοκισμός με πολύ χαμηλό επιτόκιο στην Τράπεζα της
Ελλάδος) περιόρισε τις δυνατότητες μιας κοινωνικά δίκαιης
αξιοποίησης των σημαντικών αυτών οικονομικών πόρων.
8.
Σε όλα αυτά, που αποτελούν ενδογενείς παράγοντες της φτώχειας
στη χώρα μας, υπάρχουν και δύο εξωγενείς παράγοντες που
συμβάλλουν στην όξυνση του φαινομένου. Ο πρώτος είναι η μείωση
των μεταναστών, των ανέργων και των εν γένει φτωχών Ελλήνων στο
εξωτερικό γεγονός που στις πρώτες μεταπολεμικές περιόδους αλλά
και παλαιότερα μείωνε την ανεργία και τη φτώχεια στην Ελλάδα.
Ο δεύτερος
παράγοντας – αντίστροφος του πρώτου – είναι η αύξηση της εισροής
οικονομικών μεταναστών προς την Ελλάδα, οι οποίοι έρχονται
συνήθως χωρίς να έχουν εκ των προτέρων εξασφαλίσει εργασία και
στέγη με αποτέλεσμα να προστίθενται και αυτοί στα φτωχά στρώματα
του πληθυσμού.
3.
Συνέπειες της Φτώχειας
(Γνώμη της ΟΚΕ από 13.7.2000)
Η φτώχεια εκτός
από τις άμεσες συνέπειες για τους ίδιους τους φτωχούς (αδυναμία
συντήρησης του ίδιου και της οικογένειάς του, αδυναμία πρόσβασης
στα υλικά και πολιτιστικά αγαθά) επιφέρει και μια σειρά
παράπλευρων συνεπειών που αντανακλούν στο κοινωνικό σύνολο και
στην οικονομία της χώρας.
o
Το αίσθημα ανασφάλειας και η μείωση της αυτοεκτίμησης έχει σαν
αποτέλεσμα τη μείωση της δυνατότητας του φτωχού για δυναμική
παρέμβαση στα πράγματα και τη σταδιακή απώλεια κάθε επαφής του
με την παραγωγική διαδικασία αλλά και τα θεμελιώδη δικαιώματά
του (αποκλεισμός από το δικαίωμα για μόρφωση, αξιοπρεπή στέγαση,
πρόσβαση στη κοινωνική προστασία, περίθαλψη κλπ). Στην
οικογένεια του φτωχού τα παιδιά έχουν λιγότερες δυνατότητες
μόρφωσης και για επαγγελματική αποκατάσταση. Οι συνέπειες για
την οικογένεια του φτωχού επιτείνονται όταν η φτώχεια
συνδυάζεται και με την ανεργία, καθώς χάνεται το πλαίσιο της
οικογένειας η εργασιοκεντρική θεώρηση της κοινωνίας και της ζωής
και συνεπώς αναζητούνται εναλλακτικές μέθοδοι που δεν κινούνται
στο πλαίσιο της νομιμότητας.
o
Οι συνέπειες όμως της φτώχειας δεν περιορίζονται μόνο στους
φτωχούς, αλλά διαπερνούν το σύνολο της οικονομίας και της
κοινωνίας. Σε οικονομικό επίπεδο, απομακρύνεται κατ’ αρχήν από
την αγορά εργασίας ένα σημαντικό τμήμα του ενεργού πληθυσμού, με
αποτέλεσμα να μην αξιοποιείται το σύνολο του παραγωγικού
δυναμικού της χώρας.
o
Σε δημοσιονομικό επίπεδο η φτώχεια στερεί από το κράτος έσοδα
καθώς δεν υπάρχει εισόδημα για να φορολογήσει . Η παρατεταμένη
φτώχεια όμως αποκόπτει τους φτωχούς και από τον κοινωνικό κορμό
της χώρας καθώς τους εμποδίζει να συμμετέχουν στις κοινές αξίες
της κοινωνίας και τους στερεί την απόλαυση των ατομικών και
πολιτικών δικαιωμάτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα, ενώ ο
φτωχός στερείται κινήτρων για συμμετοχή στη πολιτική διαδικασία.
Ο αποκλεισμός των φτωχών από τη πολιτική διαδικασία ανατρέπει
τις λεπτές ισορροπίες του πολιτικού συστήματος καθώς επιτρέπει
στις ισχυρότερες οικονομικά ομάδες να έχουν δυσανάλογα μεγάλη
επιρροή στο πολιτικό γίγνεσθαι.
3. Μέθοδοι μέτρησης των επιπτώσεων των πολιτικών κατά της φτώχιας
Συνοψίζοντας,
δύο είναι οι μέθοδοι αξιολόγησης (μέτρησης) των επιπτώσεων της
συνολικής πολιτικής κατά της φτώχειας:
o
οι δείκτες ευθείας μέτρησης της έκτασης της φτώχειας
o
οι δείκτες μέτρησης συγκεκριμένων συνεπειών της φτώχειας. Ως
συνηθέστεροι παρόμοιοι δείκτες προτιμούνται ο δείκτης της
παιδικής θνησιμότητας και ο δείκτης αναλφαβητισμού για τους άνω
των 15 ετών ενηλίκους.
4. Βασικά
χαρακτηριστικά της φτώχειας στην Ελλάδα
( Press release: Statistics on income and living conditions,
General Secretariat of the National Statistical Service, 2005)
Παρά τους
υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης κατά τη δεκαετία 1995 – 2005, δεν
υπήρξε κανένα αντίκρισμα τόσο στα επίπεδα και τον κίνδυνο
φτώχειας όσο και στην ανισοκατανομή του εισοδήματος στη χώρα μας
την ίδια περίοδο.(ΠΑΡΟΝ ΚΥΡΙΑΚΗΣ) Η Ελλάδα κατέχει μία από τις
υψηλότερες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση αφού η ομάδα του
πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από τα όρια της φτώχειας στη χώρα
μας φτάνει το 21%, δηλαδή σχεδόν δύο εκατομμύρια Έλληνες.
o
Το χρηματικό όριο της φτώχειας για το 2004 ανέρχεται στο
ετήσιο ποσό των 5.649,78 ευρώ ανά άτομο και σε 11.864,54 ευρώ
για νοικοκυριά με δύο ενήλικους και δύο εξαρτώμενα παιδιά.
o
Με βάση τα εισοδήματα του 2004, το 19,6% των πολιτών της
χώρας ήταν μέλος του νοικοκυριού με εισόδημα κάτω του ορίου της
φτώχειας.
Το αντίστοιχο
ποσοστό για τα προηγούμενα χρόνια εμφανίζεται στον ακόλουθο
πίνακα.
o
Το ποσοστό κινδύνου οικονομικής επισφάλειας είναι υψηλότερο στις
γυναίκες (20,9%) σε σχέση με τους άντρες (18,3%).
o
Το ποσοστό για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών υπολογίζεται
στο 27,9% του συνολικού πληθυσμού, ενώ για άτομα ηλικίας
16-24 ετών είναι 22,7%.
o
Το ποσοστό οικονομικής επισφάλειας των εργαζομένων είναι
12,9% ενώ των μη εργαζομένων είναι 25,9% και των
ανέργων 32,8%.
o
Τα περισσότερα από τα φτωχά νοικοκυριά δεν είναι πολύ
χαμηλότερα από το όριο της φτώχειας.
o
Το 50% των φτωχών νοικοκυριών έχει εισόδημα πάνω από το 75,9%
του ορίου της φτώχειας.
Το ποσοστό για
άτομα υψηλού μορφωτικού επιπέδου είναι 6,3%, ενώ για
άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο είναι 27% (Elias
Kikilias
and
Eric
Gazon,
Regional
Aspects
of
Poverty
in
Greece, 2005
EKKE)
Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2004-2005
Επιπτώσεις του επιπέδου
εκπαίδευσης
στη φτώχεια και στη
διαγενεακή μεταβίβαση της φτώχειας
Γενική
Γραμματεία Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος,
Απόσπασμα
ΔΕΛΤΙΟΥ ΤΥΠΟΥ της 20ης Μαρτίου 2006
(Υπεύθυνος
Ερευνητής Γεώργιος ΝΤΟΥΡΟΣ)
Η έρευνα διενεργήθηκε σε τελικό δείγμα 6.555 ιδιωτικών
νοικοκυριών και σε 17.386 μέλη αυτών, σε ολόκληρη τη Χώρα, τα δε
αποτελέσματα αναφέρονται στο μέσο όρο των μηνιαίων αγορών των
νοικοκυριών σε ευρώ.
Α. Ιστορικό και σκοπός της έρευνας
Με την έρευνα αυτή συγκεντρώνονται αναλυτικές πληροφορίες για
την αξία των αγορών και των απολαβών σε είδος των νοικοκυριών,
καθώς και δημογραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά των
νοικοκυριών και των κατοικιών τους. Τα στοιχεία που προκύπτουν
χρησιμοποιούνται, κυρίως, για την αναθεώρηση του Δείκτη Τιμών
Καταναλωτή, που καταρτίζεται από την ΕΣΥΕ, αλλά και για την
μελέτη των ορίων χαμηλού εισοδήματος, κατά διάφορες κοινωνικο-οικονομικές
κατηγορίες πληθυσμού.
Τα στοιχεία της έρευνας είναι πλήρως εναρμονισμένα με τα
στοιχεία των ερευνών των Οικογενειακών Προϋπολογισμών των άλλων
χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για την έρευνα αυτή
χρησιμοποιήθηκε η νέα ταξινόμηση αγαθών και υπηρεσιών (την
COICOP-HBS), που προτάθηκε στις χώρες μέλη από τη Eurostat (Household
Budget Surveys in the European Union methodology and
recommendations for harmonization, 1997).
Β. Τρόπος συλλογής των δεδομένων
Για κάθε μέλος του νοικοκυριού συμπληρώθηκε το επίπεδο
εκπαίδευσής του, καθώς και το επίπεδο εκπαίδευσης του πατέρα και
της μητέρας του, ανεξάρτητα αν διέμεναν στο νοικοκυριό, δε
βρίσκονταν στη ζωή ή διέμεναν αλλού.
Το επίπεδο εκπαίδευσης καταχωρήθηκε σύμφωνα με τη διεθνή
ταξινόμηση για την εκπαίδευση (ISCED 97) και αφορά μόνο στα
άτομα που την περίοδο της έρευνας δεν παρακολουθούσαν κανένα
επίπεδο εκπαίδευσης.
Περισσότερα στοιχεία σχετικά με την έρευνα δημοσιεύονται στο
σχετικό ενημερωτικό δελτίο και στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.statistics.gr
(κατηγορία : Στατιστικά στοιχεία /Κοινωνικές Στατιστικές,
Οικογενειακοί Προϋπολογισμοί).
Γ. Μεθοδολογία μέτρησης της οικονομικής
επισφάλειας (φτώχειας)
Η γραμμή φτώχεια υπολογίζεται με τη σχετική έννοια και ορίζεται
στο 60% της διαμέσου ισοδύναμης συνολικής δαπάνης του
νοικοκυριού, χρησιμοποιώντας την τροποποιημένη κλίμακα
ισοδυναμίας του ΟΟΣΑ. Ως συνολική ισοδύναμη δαπάνη του
νοικοκυριού θεωρείται η συνολική δαπάνη από αγορές που
πραγματοποιούν όλα τα μέλη του νοικοκυριού. Αυτή η έννοια του
κινδύνου σχετικής φτώχειας (φτωχός σε σχέση με τους άλλους)
διαφοροποιείται από την έννοια του κινδύνου της απόλυτης
φτώχειας ( ο φτωχός στερείται βασικών μέσων επιβίωσης).
Δ. Τα αποτελέσματα της έρευνας
Στους πίνακες 1 – 4 καταγράφονται οι επιπτώσεις του επιπέδου
εκπαίδευσης των μελών των νοικοκυριών στη φτώχεια και στη
μεταβίβασή της από γενεά σε γενεά.
Ειδικότερα, προκύπτει ότι:
·
Ο ρόλος της εκπαίδευσης είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τη μείωση
της φτώχειας. Το 83,7% των φτωχών είναι αναλφάβητοι, έχουν
τελειώσει μερικές τάξεις του δημοτικού, δημοτικό ή γυμνάσιο, ενώ
το αντίστοιχο ποσοστό για τους μη φτωχούς εκτιμάται στο 47,3%
(πίνακας 1).
·
Οι μη φτωχοί που έχουν τελειώσει, κατά ανώτερο επίπεδο,
υποχρεωτική εκπαίδευση, είναι 0,70 φορές περισσότεροι από τους
αντίστοιχους φτωχούς, ενώ οι μη φτωχοί, που έχουν τελειώσει
μεταπτυχιακό, 24 φορές περισσότεροι από τους αντίστοιχους
φτωχούς. Επίσης, οι μη φτωχοί που έχουν τελειώσει το Λύκειο
είναι 3 φορές περισσότεροι από τους αντίστοιχους φτωχούς, ενώ οι
μη φτωχοί που έχουν τελειώσει ΑΕΙ 7,7 φορές περισσότεροι από
τους αντίστοιχους φτωχούς. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι όσο
υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης έχει αποκτηθεί από τα μέλη του
νοικοκυριού τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να απειληθούν από
φτώχεια (πίνακας 1).
·
Τα αντίστοιχα ποσοστά για επίπεδο εκπαίδευσης υψηλότερο της
υποχρεωτικής (λύκειο έως και διδακτορικό) εκτιμώνται για μεν
τους φτωχούς στο 16,3%, ενώ για τους μη φτωχούς στο 52,7%
(πίνακας 1).
·
Το 54,2% αυτών που δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (αναλφάβητοι)
απειλείται από φτώχεια. Το αντίστοιχο ποσοστό για άτομα που
έχουν τελειώσει ΑΕΙ μειώνεται δραστικά στο 4,2% (πίνακας 2).
·
Στο φτωχό πληθυσμό παρατηρείται μεγαλύτερη εκπαιδευτική
στασιμότητα[1], ήτοι ποσοστό 31,5% ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης του πατέρα και 26,0%
ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης της μητέρας, ενώ στο μη φτωχό
πληθυσμό, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 22,4% και 16,6% (πίνακες 3
και 4).
·
Σε ποσοστό 68,5%, ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης του πατέρα, και
74,0%, ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης της μητέρας, τα μέλη των
νοικοκυριών που απειλούνται από φτώχειας παρουσιάζουν
εκπαιδευτική κινητικότητα[2].
Τα αντίστοιχα ποσοστά για μέλη των νοικοκυριών που δεν
απειλούνται από φτώχεια εκτιμώνται σε 77,6% και 83,4% (πίνακες 3
και 4).
·
Η καθοδική[3]
και ανοδική[4]
εκπαιδευτική κινητικότητα των μελών των νοικοκυριών που
απειλούνται από φτώχεια εκτιμάται, σε σχέση με το εκπαιδευτικό
επίπεδο του πατέρα, σε ποσοστό 6,2% και 62,6%, αντίστοιχα και,
σε σχέση με το εκπαιδευτικό επίπεδο της μητέρας, σε ποσοστό 8,2%
και 71,2%, αντίστοιχα. Τα αντίστοιχα ποσοστά καθοδικής και
ανοδικής εκπαιδευτικής κινητικότητας των μελών των νοικοκυριών,
που δεν απειλούνται από τη φτώχεια, εκτιμώνται σε 5,0% και 72,3%
και 2,7% και 80,6%, αντίστοιχα (Πίνακες 3 και 4).
Τέλος, επισημαίνεται ότι για εξαγωγή ορθών συμπερασμάτων, σχετικά με τη
διαγενεακή μεταβίβαση της φτώχειας, θα πρέπει να λαμβάνονται
υπόψη τα ιστορικά γεγονότα (Α’ και Β’ παγκόσμιος πόλεμος,
εμφύλιος κλπ.), η οικογενειακή επένδυση σε εκπαιδευτικό κεφάλαιο
μετά τον πόλεμο, καθώς και οι ρυθμοί ανάπτυξης της χώρας.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΦΤΩΧΕΙΑ
Πίνακας 1.
Επίπεδο εκπαίδευσης και κατανομή του πληθυσμού, ανά κατηγορία
(συνολικός, φτωχός και μη φτωχός, ανά επίπεδο εκπαίδευσης)
Επίπεδο
εκπαίδευσης |
Κατανομή
του συνολικού πληθυσμού |
Κατανομή
του φτωχού
πληθυσμού |
Κατανομή
του μη φτωχού πληθυσμού |
Σύνολο |
100,0 |
100,0 |
100,0 |
Δεν πήγε
σχολείο |
3,4 |
8,6 |
1,9 |
Δεν
τελείωσε το δημοτικό |
9,8 |
23,0 |
6,2 |
Δημοτικό |
29,2 |
41,1 |
26,0 |
Γυμνάσιο |
12,7 |
11,0 |
13,2 |
Λύκειο /
Εξατάξιο Γυμνάσιο |
20,5 |
9,7 |
23,5 |
ΤΕΛ,
ΤΕΣ, Πολυκλαδικό Λύκειο |
5,1 |
2,1 |
5,9 |
ΙΕΚ ή
Ανώτερη Σχολή |
4,4 |
1,4 |
5,1 |
ΤΕΙ,
ΚΑΤΕΕ |
4,4 |
1,1 |
5,3 |
ΑΕΙ |
9,9 |
2,0 |
12,0 |
Μεταπτυχιακό |
0,5 |
0,0 |
0,7 |
Διδακτορικό |
0,2 |
0,0 |
0,2 |
Πίνακας 2.
Ποσοστό φτωχού και μη φτωχού πληθυσμού σε σχέση με το συνολικό,
ανά επίπεδο εκπαίδευσης
Επίπεδο εκπαίδευσης |
Ποσοστό
φτωχού πληθυσμού
σε σχέση με το συνολικό |
Ποσοστό
μη φτωχού πληθυσμού
σε σχέση με το συνολικό |
Σύνολο |
21,0 |
79,0 |
Δεν
πήγε σχολείο |
54,2 |
45,8 |
Δεν
τελείωσε το δημοτικό |
50,1 |
49,9 |
Δημοτικό |
30,0 |
70,0 |
Γυμνάσιο |
18,3 |
81,7 |
Λύκειο
/ Εξατάξιο Γυμνάσιο |
10,0 |
90,0 |
ΤΕΛ,
ΤΕΣ, Πολυκλαδικό Λύκειο |
8,8 |
91,2 |
ΙΕΚ ή
Ανώτερη Σχολή |
7,0 |
93,0 |
ΤΕΙ,
ΚΑΤΕΕ |
5,4 |
94,6 |
ΑΕΙ |
4,2 |
95,8 |
Μεταπτυχιακό |
1,4 |
98,6 |
Διδακτορικό |
0,0 |
100,0 |
ΤΑΣΕΙΣ
ΔΙΑΓΕΝΕΑΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Πίνακας 3.
Μέτρα εκπαιδευτικής κινητικότητας από τη γενιά του πατέρα
στη γενιά
των παιδιών
Μέτρα εκπαιδευτικής κινητικότητας |
Φτωχός
πληθυσμός |
Μη φτωχός
πληθυσμός |
Εκπαιδευτική στασιμότητα |
31,5 |
22,4 |
Εκπαιδευτική ολική κινητικότητα |
68,5 |
77,6 |
Εκπαιδευτική ανοδική κινητικότητα |
62,6 |
72,3 |
Εκπαιδευτική καθοδική κινητικότητα |
6,2 |
5,0 |
Πίνακας 4.
Μέτρα εκπαιδευτικής κινητικότητας από τη γενιά της μητέρας
στη γενιά
των παιδιών
Μέτρα εκπαιδευτικής κινητικότητας |
Φτωχός
πληθυσμός |
Μη φτωχός
πληθυσμός |
Εκπαιδευτική στασιμότητα |
26,0 |
16,6 |
Εκπαιδευτική ολική κινητικότητα |
74,0 |
83,4 |
Εκπαιδευτική ανοδική κινητικότητα |
71,2 |
80,6 |
Εκπαιδευτική καθοδική κινητικότητα |
2,8 |
2,7 |
Πρώτες διαπιστώσεις από τους διαφοροποιημένους δείκτες
εκπαίδευσης των τοπικών κοινωνιών
Το ΚΑΝΕΠ/ Γ.Σ.Ε.Ε. φέρνοντας σήμερα στο επίκεντρο του πολιτικού
προβληματισμού τα προβλήματα και τη σημασία της τοπικής
κοινωνίας επιθυμεί να επισημάνει ότι:
·
η ανακοίνωση ποσοτικών, οικονομικών και εκπαιδευτικών δεικτών σε
εθνικό επίπεδο αποκρύβει τις τεράστιες ανισότητες που συνεχώς
διευρύνονται, όχι μόνο μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, αλλά
μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, αποδυναμώνοντας πλήρως τις
τοπικές κοινωνίες που πιέζονται και αδυνατούν πλέον να
επιβιώσουν στο πλαίσιο ενός άκρατου ανταγωνιστικού
περιβάλλοντος, χωρίς υποδομές και πόρους, με συνεχώς μειούμενους
κοινωνικούς δείκτες, χωρίς την ουσιαστική φροντίδα και τη
μέριμνα του κράτους.
·
Οι ιστορικές κατακτήσεις του κοινωνικού κράτους μειώνονται
συστηματικά, σε μια προσπάθεια να μειωθεί το κόστος, χωρίς όμως
να συμπιεστούν τα κέρδη των οικονομικών elite και να επιτευχθούν
ανταγωνιστικές τιμές παραγωγής – μεταφορών - υπηρεσιών. Οι
πολιτικές αυτές όμως, εκ του αποτελέσματος, αυξάνουν την
εργασιακή ανασφάλεια και την ανεργία, υιοθετούν τη διεύρυνση του
χρόνου εργασίας, την απαξίωση της προσωπικής και οικογενειακής
ζωής των εργαζομένων.
·
Οι εκπαιδευτικές ανισότητες με την πάροδο των ετών καταργούν
στην ουσία την δωρεάν παιδεία. Δυστυχώς, καθημερινά το κοινωνικά
και συνταγματικά κεκτημένο της δημόσιας δωρεάν παιδείας,
βάλλεται και υποβαθμίζεται με αποτέλεσμα τα οικονομικώς
ασθενέστερα στρώματα να είναι περισσότερο ευάλωτα στον κοινωνικό
αποκλεισμό. Οι ανισότητες στην εκπαίδευση δημιουργούν παρασιτικά
φαινόμενα και οδηγούν είτε σε φαινόμενα σχολικής διαρροής, είτε
εσωτερικής μετανάστευσης λόγων σπουδών ακόμα και μέσα στον ίδιο
νομό. Η ελληνική οικογένεια βρίσκεται εγκλωβισμένη στον κυκεώνα
της φροντιστηριακής εκπαίδευσης με αποτέλεσμα να ξοδεύονται
ολάκερες περιουσίες για μία θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Εξίσου προβληματική όμως, καθίσταται και η άποψη που θεωρεί ότι
όσο περισσότεροι εισέλθουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τόσο
μειώνονται οι εκπαιδευτικές ανισότητες. Αντίθετα βλέπουμε ότι τα
χαμηλά κοινωνικά στρώματα εκπροσωπούνται λιγότερο στις
πανεπιστημιακές σχολές και τα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών.
·
Σε νομούς που εμφανίζουν υψηλή τουριστική κινητικότητα, παρά
τους φαινομενικά υψηλούς δείκτες ευημερίας, οι εκπαιδευτικοί
δείκτες παρουσιάζουν πρόβλημα. Στην περίπτωση αυτή το σχολείο
είναι απαξιωμένο ως εργαλείο κοινωνικής ανέλιξης του ατόμου, για
το λόγο ότι δεν μπορεί να ανταγωνιστεί το ρυθμό πλουτισμού που
υπόσχεται η τοπική κοινωνία μέσω του τουρισμού. Η ροπή προς την
τουριστική επιχειρηματικότητα δεν αναπτύσσεται μέσω του σχολείου
και των σπουδών, αλλά μέσα από μια κοντόφθαλμη και οικονομικά
αντιπαραγωγική αντίληψη που ενέχει εμπειρισμό και ανάπτυξη σε
«πήλινα πόδια». Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων επικρατεί η
απαξίωση της γνώσης και η ιδεολογία του εύκολου πλουτισμού με
κεφάλαια που επενδύονται από ιδιώτες που συχνά δεν διαμένουν
μόνιμα στην περιοχή. Αυτό έχει σαν συνέπεια το μαρασμό της
τοπικής κοινωνίας, τη νόθα και πλασματική ανάπτυξή της, κάτι
που δυστυχώς οι εκπαιδευτικοί δείκτες επιβεβαιώνουν.
·
Η εκπαίδευση δεν έχει στην πράξη αναγνωριστεί ως ο βασικότερος
μοχλός ανάπτυξης της περιφερειακής και εθνικής πολιτικής. Η χώρα
υπολείπεται στον τομέα δράσεων καταπολέμησης των εκπαιδευτικών
ανισοτήτων, καθώς και σε πολιτικές εκσυγχρονισμού του
εκπαιδευτικού συστήματος και διασύνδεσης της εκπαίδευσης με την
απασχόληση. Κανένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης (σουηδικό,
αγγλικό, ή ηπειρωτικό) δεν μπορεί να υλοποιηθεί σε περιβάλλον
εκπαιδευτικών ανισοτήτων. Αντίθετα, προϋπόθεση εφαρμογής του
αποτελεί η συνεχής προσπάθεια για άμβλυνση κάθε μορφής
κοινωνικής και κυρίως εκπαιδευτικής ανισότητας με ταυτόχρονη
δυναμική παρουσία του ρόλου των κοινωνικών εταίρων.
Αναμφίβολα το ζήτημα της παιδείας και της εκπαίδευσης αποτελεί
θεμελιακό κεφάλαιο για τον τόπο και συνδέεται άμεσα με την
κοινωνική και επαγγελματική εξέλιξη αλλά και κινητικότητα των
εργαζομένων.
Επιπλέον αποτελεί τον κύριο κοινωνικό μηχανισμό μέσω του οποίου
συντηρούνται, διευρύνονται, αλλά και αναπαράγονται οι κοινωνικές
και ταξικές ανισότητες, με αποτέλεσμα τα κοινωνικά αδύναμα
στρώματα να αποκλείονται συστηματικά από την παροχή ίσων
ευκαιριών για κοινωνική προκοπή και ευημερία μέσω της
μόρφωσης.
Το πρόβλημα όμως των ανισοτήτων στην εκπαίδευση, πέρα από τον
ταξικό του χαρακτήρα, αφορά και την ευρύτερη γεωγραφία της χώρας
με αποτέλεσμα να παρατηρούνται κραυγαλέες ανισότητες ανάμεσα σε
νομούς, περιφέρειες αλλά ακόμα και σε περιοχές εντός του ίδιου
δήμου, ή του ίδιου νομού.
Το γεγονός αυτό, στερεί από σημαντικά στρώματα του πληθυσμού την
ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, δυσχεραίνει την ισόρροπη ανάπτυξη
της χώρας, υποθηκεύει αρνητικά το μέλλον της νεολαίας και
εγκυμονεί κινδύνους για τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας.
Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2004-2005
Κέντρο
Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της Γ.Σ.Ε.Ε.,
Πηγή: Γενική Γραμματεία Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος
Οι
δαπάνες για αγορά αγαθών και υπηρεσιών εκπαίδευσης στη χώρα μας
αναδεικνύει σημαντικές όψεις για τη χάραξη μιας δυναμικής
πολιτικής για την κοινωνική-οικονομική ανάπτυξη και την
κοινωνική συνοχή. Από τη αναλυτική μελέτη και επεξεργασία των
στοιχείων της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών
(2004-2005) της Γενικής Γραμματείας της Εθνικής Στατιστικής
Υπηρεσίας της Ελλάδας, που διενήργησε η ερευνητική ομάδα του
ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ επισημαίνονται τα ακόλουθα:
1.
Το ποσοστό των δαπανών των νοικοκυριών για αγαθά και
υπηρεσίες εκπαίδευσης (ως προς το σύνολο των μηνιαίων δαπανών)
το χρονικό διάστημα 1982 -1994 παρουσιάζει συνεχή
αύξηση (συνολική αύξηση 82%) και έχει σχέση με σχετική αύξηση
του διαθέσιμου εισοδήματος του νοικοκυριού. Η παρατηρούμενη
αύξηση της περιόδου 1999-2004 (κατά 15,4%) όμως
δεν θα πρέπει να ερμηνευτεί με τον ίδιο τρόπο, αλλά από την
αλλαγή του συστήματος πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και
στην αντίστοιχη αύξηση του αριθμού των μαθητών της Β και Γ
Λυκείου που παρακολουθούσαν φροντιστηριακά μαθήματα (σε
φροντιστήρια, ή ιδιαίτερα) για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις
των πανελλήνιων εξετάσεων.
2.
Το 67% των μηνιαίων δαπανών (που ανέρχεται στο
ποσό των 91,23€ ανά νοικοκυριό / ανά μήνα) για αγορά
αγαθών και υπηρεσιών εκπαίδευσης αφορούν τη Δευτεροβάθμια
Εκπαίδευση, τη Μεταδευτεροβάθμια (μη τριτοβάθμια) και
την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ενώ το 8% αφορά την
αγορά βιβλίων, σχολικών βοηθημάτων και γραφικής ύλης. Τέλος, το
6,7% των μηνιαίων δαπανών των νοικοκυριών για την
εκπαίδευση αφορά τις σχολές χορού, τα ωδεία, τα γυμναστήρια,
την εκμάθηση Η/Υ και τις μονάδες Ειδικής Αγωγής.
3.
Περισσότερα από 1.401 εκατομμύρια € δαπανώνται από
τα ελληνικά νοικοκυριά ετησίως προκειμένου οι μαθητές να
αποκτήσουν βασικές δεξιότητες και γνώσεις που σε όλες τις χώρες
της Ε.Ε. κατακτώνται όχι έξω, αλλά μέσα στο εκπαιδευτικό
σύστημα. Συγκεκριμένα 596 εκατομμύρια € περίπου
δαπανώνται το χρόνο στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια
εκπαίδευση για την εκμάθηση ξένων γλωσσών, ενώ για τα ιδιαίτερα
μαθήματα και τα φροντιστήρια δαπανώνται 805 εκατομμύρια €.
4.
Ένα δισεκατομμύριο €
, δηλαδή το 69,5% των δαπανών που τα νοικοκυριά
καταβάλλουν για την τριτοβάθμια εκπαίδευση (που συνολικά
υπολογίζονται στο 1.441,8 εκατομμύρια €) αφορά στις
δαπάνες διαβίωσης-σπουδών των φοιτητών στο εσωτερικό
(εσωτερικές μετακινήσεις λόγω σπουδών) ενώ το 23,7% (
δηλαδή 342,1 εκ. €) αφορά αντίστοιχες δαπάνες για
σπουδές των φοιτητών στο εξωτερικό.
5.
Τα νοικοκυριά (και μάλιστα από νέους γονείς-εργαζόμενους)
δαπανούν περισσότερο από 284,6 εκατομμύρια € το χρόνο για
υπηρεσίες φύλαξης των παιδιών στο σπίτι, για δίδακτρα σε
παιδικούς σταθμούς, παιδότοπους, προκειμένου να εργαστούν και οι
δύο γονείς.
6.
Από τη συσχέτιση των δαπανών με διάφορες κοινωνικές και
οικονομικές παραμέτρους θα πρέπει να υπογραμμίσουμε:
Ø
Υψηλότερο από την πανελλήνια Μέση τιμή ( που είναι
5,09%) ποσοστό των δαπανών για την εκπαίδευση (ως προς το
σύνολο των μηνιαίων δαπανών) των νοικοκυριών, παρουσιάζεται στις
ημιαστικές περιοχές και στις λοιπές αστικές περιοχές
(εκτός Αθήνας και Θεσσαλονίκης). Είναι χαρακτηριστικό ότι οι
δαπάνες αυτές στη Αθήνα είναι οριακές (5,13%) ως προς τη Μέση
Τιμή και στη Θεσσαλονίκη (4,39%) κάτω από
την πανελλήνια μέση τιμή. Το γεγονός αυτό ενισχύει την άποψη ότι
μέσα στα μεγάλα αστικά κέντρα αναπτύσσονται οικονομικά και
κοινωνικά «δίπολα» που στην αρνητική τους κλίμακα
υπολείπονται, ή προσομοιάζουν, με τις αγροτικές περιοχές
(3,98%) ως προς τις δαπάνες για την αγορά αγαθών και
υπηρεσιών εκπαίδευσης.
Ø
Το πολύ μεγαλύτερο από την πανελλήνια Μέση τιμή (5,09%)
ποσοστό των δαπανών για την εκπαίδευση (ως προς το σύνολο των
μηνιαίων δαπανών) των νοικοκυριών που παρουσιάζεται στις
νησιωτικές περιοχές (νησιά Ιονίου 8,12% και Νοτίου
Αιγαίου 6,51%) αφορά κυρίως στις οικονομικές μεταβιβάσεις
για σπουδές των φοιτητών στο εσωτερικό.
Ø
Τέλος, από το συσχετισμό των κοινωνιολογικών χαρακτηριστικών των
νοικοκυριών ως προς τις δαπάνες για την εκπαίδευση προκύπτει ότι
η ταυτότητα του νοικοκυριού που προσεγγίζει τη μέση πανελλήνια
τιμή είναι η ακόλουθη: Οικογένεια με 2-3 παιδιά κάτω των 16
ετών, με ενεργούς εργαζόμενους και τον πατέρα και τη μητέρα,
μισθωτούς (τουλάχιστον ο υπεύθυνος του νοικοκυριού), με μηνιαίο
εισόδημα νοικοκυριού 2.600€ και σύνολο μηνιαίων δαπανών (αγορές
και υπηρεσίες) 2.400€.
Κατανομή της μέσης ετήσιας δαπάνης του ελληνικού νοικοκυριού
ανά κατηγορία αγαθών και
υπηρεσιών εκπαίδευσης