Bonnie Rothman Morris, The
New York Time
Η δυσλεξία φαίνεται να προκαλείται
από δύο διαφορετικά προβλήματα στον εγκέφαλο, σύμφωνα με τα ευρήματα
νέας μελέτης.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Γέιλ χρησιμοποίησαν σύγχρονα
απεικονιστικά μηχανήματα για να ελέγξουν τον εγκέφαλο 43 ενηλίκων νεαρής
ηλικίας με γνωστές δυσκολίες στην ανάγνωση τη στιγμή ακριβώς που
μελετούσαν. Οι επιστήμονες μελέτησαν και άλλη μια ομάδα 27 ατόμων που
δεν είχαν πρόβλημα στην ανάγνωση. Οι επιστήμονες είχαν παρακολουθήσει
την ικανότητα όλων των ατόμων από το δημοτικό σχολείο.
Η μια ομάδα φάνηκε να έχει αυτό που οι
ερευνητές ονομάζουν «επικρατέστερο γενετικό τύπο» δυσλεξίας. Αυτοί οι
σπουδαστές είχαν κενά στο νευρικό κύκλωμα, το οποίο οι φυσιολογικοί
αναγνώστες χρησιμοποιούσαν για τη θεμελιώδη επεξεργασία των ήχων και της
γλώσσας. Ωστόσο, είχαν μάθει να κινητοποιούν άλλα μέρη του εγκεφάλου για
να αναπληρώνουν, να αντιμετωπίζουν τη δυσκολία. Εξακολουθούσαν να
διαβάζουν αργά, αλλά μπορούσαν να κατανοήσουν αυτό που διάβαζαν.
Η δεύτερη ομάδα είχε αυτό που οι
ερευνητές ονόμασαν έναν «περισσότερο περιβαλλοντικώς επηρεασμένο» τύπο
δυσλεξίας. Το σύστημα του εγκεφάλου τους για την επεξεργασία των ήχων
και της γλώσσας ήταν άθικτο, αλλά φάνηκε να βασίζονται περισσότερο στη
μνήμη παρά στα γλωσσικά κέντρα του εγκεφάλου για την κατανόηση αυτών που
διάβαζαν. Αυτοί οι σπουδαστές εξακολούθησαν να έχουν πρόβλημα στην
ανάγνωση, χαμηλές επιδόσεις στην ταχύτητα, όπως και στην κατανόηση του
κειμένου.
Τα ευρήματα
Σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε
πριν από λίγο καιρό στην επιθεώρηση Βιολογικής Ψυχιατρικής και οι δύο
ομάδες αναγνωστών προέρχονταν από παρόμοια κοινωνικοοικονομική τάξη και
είχαν συγκρίσιμες ικανότητες ανάγνωσης όταν άρχισαν το σχολείο. Υπήρχαν
δύο διαφορές: οι σπουδαστές που αντιστάθμιζαν τα προβλήματά τους φάνηκαν
να έχουν γενικώς υψηλότερα επίπεδα μαθησιακών ικανοτήτων, ενώ οι
σπουδαστές, των οποίων τα προβλήματα επέμεναν, είχαν διπλάσια πιθανότητα
να πηγαίνουν σε υποβαθμισμένα, σύμφωνα με τα λεγόμενα των ερευνητών,
σχολεία.
Σύμφωνα με την επικεφαλής της μελέτης
δρα Sally E.Shaywitz, η ανακάλυψη ότι τα νευρικά συστήματα που είναι
υπεύθυνα για την ανάγνωση είναι ανέπαφα στους σπουδαστές με τα
σοβαρότερα προβλήματα ανάγνωσης, εξέπληξε τους πάντες. Αυτό επίσης
υποδηλώνει ότι τα προβλήματα τους μπορούν σήμερα να διορθωθούν
ευκολότερα απ' ό,τι πίστευαν στο παρελθόν. «Τα άτομα που εξακολουθούσαν
να αντιμετωπίζουν προβλήματα ανάγνωσης είχαν υποτυπώδες σύστημα μελέτης
με κακή διασύνδεση -των νευρώνων- και δεν ήταν ικανά να τα αναπτύξουν
και να το διασυνδέσουν σωστά, επειδή δεν είχαν ποτέ αυτή την πρωταρχική
διέγερση», είπε η Dr Shaywitz. Μεγάλος αριθμός ερευνών έχει δείξει ότι η
εντατική προγύμναση μπορεί να επιλύσει αυτό το πρόβλημα ανάγνωσης,
ιδιαίτερα αν ξεκινήσει όταν ο εγκέφαλος των παιδιών βρίσκεται ακόμη στο
στάδιο της ανάπτυξης. «Αν κάποιος διδάξει αρκετά νωρίς στα παιδιά αυτά
αποτελεσματικές οδηγίες μελέτης, τότε αυτά θα μπορέσουν πράγματι να
μάθουν να διαβάζουν», λέει η Dr Shaywitz.
Το προφίλ της μελέτης
Στο πλαίσιο της έρευνας οι συμμετέχοντες
υποβλήθηκαν σε απεικονιστικές εξετάσεις με συσκευή μαγνητικού
συντονισμού (Μ.R.Ι.) και εξετάζονταν με περισκόπιο όταν μονοσύλλαβες
λέξεις άναβαν στην οθόνη του υπολογιστή. Καθώς τα άτομα διάβαζαν,
λαμβάνονταν εικόνες από τα μέρη του εγκεφάλου, στα οποία γινόταν η
διεργασία, υποδεικνύοντας τον τρόπο της λειτουργίας τους.
Οι καλοί αναγνώστες χρησιμοποιούσαν
τρεις περιοχές στην αριστερή πλευρά του εγκεφάλου για να
αποκωδικοποιήσουν γράμματα σε ήχους, να τα ταιριάξουν μεταξύ τους, για
να συνθέσουν λέξεις και να τα επεξεργαστούν με ευχέρεια.
Οι αναγνώστες που είχαν αντισταθμίσει το
πρόβλημα, αλλά εξακολουθούσαν να διαβάζουν αργά, δεν χρησιμοποιούσαν τις
ίδιες περιοχές στον εγκέφαλο για να εκτελέσουν το έργο τους. Αντίθετα
είχαν δημιουργήσει ένα εναλλακτικό μονοπάτι νευρώνων, διαβάζοντας κυρίως
με περιοχές της δεξιάς πλευράς του εγκεφάλου που δεν θεωρούνται
κατάλληλες για μελέτη, ανακοίνωσαν οι ερευνητές.
Παραδόξως, τα άτομα με τα περισσότερα
προβλήματα στην ανάγνωση και μελέτη που συμμετείχαν στην έρευνα,
χρησιμοποίησαν -στην έναρξη της διαδικασίας ανάγνωσης-τα ίδια μέρη της
αριστερής πλευράς του εγκεφάλου με τα άτομα που δεν είχαν πρόβλημα. Αντί
όμως να συνδέουν αυτήν την εργασία τους και με άλλα γλωσσικά κέντρα,
δραστηριοποιούσαν, για να βοηθηθούν, ένα μέρος από τη δεξιά εμπρόσθια
πλευρά του εγκεφάλου που χρησιμοποιείται πρωταρχικά για απομνημόνευση.
Αυτή η υπερεξάρτηση από τη μνήμη θα μπορούσε να εξηγήσει την επιμονή
αυτών των προβλημάτων στους λιγότερο ικανούς αναγνώστες.
«Από τη στιγμή που ο εγκέφαλος κάνει τις
επαφές που χρειάζεται για ορισμένες εργασίες, τείνει να παραμένει μαζί
τους», λέει ο Dr Gordon Sherman, γενικός διευθυντής του εκπαιδευτικού
κέντρου New grange στο Princeton και ειδικός στη δυσλεξία, ο οποίος δεν
συμμετείχε καθόλου στη μελέτη. «Ωστόσο, αυτές οι επαφές δεν είναι
απαραιτήτως και οι καλύτερες», προσθέτει ο επιστήμονας.
Ο J. Thomas Viall, γενικός διευθυντής
της Διεθνούς Ένωσης Δυσλεξίας (International Dyslexia Association),
υποστήριξε ότι τα ευρήματα της μελέτης υπογράμμισαν την ανάγκη εντατικής
εκπαιδευτικής παρέμβασης, αλλά αυτή η επιπλέον εργασία χρειαζόταν πριν
τα ευρήματα των υπο-ομάδων μεταφραστούν σε πρακτικές εφαρμογές.
Η άλλη άποψη
«Η δυσλεξία είναι μια διαταραχή η
θεραπεία της οποίας είναι η εκπαίδευση», είπε ο κ. J. Thomas Viall κι
αποκάλεσε την ιδέα της λήψης στοιχείων από την εξέταση Μ.R..Ι.
«εντυπωσιακή», αλλά πρόσθεσε ότι η εξέταση αυτή δεν γίνεται οπουδήποτε
και τόσο απλά σαν να επρόκειτο για μέτρηση της πίεσης.
Η Dr Shaywitz παραδέχεται ότι δεν είναι
τόσο πρακτικό να γίνονται τέτοια τεστ σε κάθε παιδί, αλλά πως οι
ερευνητές θα ξεκινήσουν τώρα να χρησιμοποιούν τις μελέτες που αφορούν
τον εγκέφαλο για τη δημιουργία κι άλλων τύπων διαγνωστικών τεστ. «Είναι
πιθανό απ' όλα όσα έχουμε μάθει σχετικά με την επιστήμη της ανάγνωσης να
αναγνωρίσουμε όλα τα παιδιά που βρίσκονται σε κίνδυνο να αναπτύξουν
δυσκολία στη μελέτη», είπε και πρόσθεσε ότι το επόμενο βήμα θα είναι να
σχεδιαστούν έγκαιρα στρατηγικές που θα είναι κομμένες και ραμμένες στον
τύπο δυσκολίας του κάθε παιδιού.
(Πηγή: Εφημερίδα «Η Καθημερινή», 02.05.2004)