Δρ. Νικόλαος Τριπόδης, Σχολ. Σύμβουλος Φ.Α., 2006
Η
σχέση της φυσικής αγωγής και του αθλητισμού ως στοιχεία του θεσμού του
εκπαιδευτικού συστήματος μιας κοινωνίας με τους άλλους κοινωνικούς θεσμούς
είναι πολυμερής και πολυσχιδής. Αποτελεί διαδικασία αλληλοεπιδράσεων και
ανατροφοδοτήσεων, που αναγάγει το «συμμετοχικό ρόλο» της ως ιδιαίτερης
σημασίας. Οι διαπιστώσεις για υφιστάμενα αδιέξοδα οδήγησαν στη διατύπωση
νέων θεωρήσεων για τον κοινωνικό ρόλο της φυσικής αγωγής - αθλητισμού. Στο
πλαίσιο αυτό, ο θεσμός της φυσικής αγωγής - αθλητισμού όπως και του σχολείου
ευρύτερα, εξαρτάται από τις υφιστάμενες κοινωνικές δομές και έχει ως κύριο
ρόλο την αναπαραγωγή τους.
Η ανάλυση των δομών και της διαμόρφωσής τους
οδηγεί στον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζεται η εκπαιδευτική πραγματικότητα
ως εξωτερική και δεσμευτική, ως μέρος του κόσμου που κατασκευάζεται από εμάς
και ταυτόχρονα είναι έξω από την επιρροή μας. Ο ρόλος του σχολείου και των
γνωστικών αντικειμένων διερευνώνται σε συσχετισμό με το περιεχόμενο της
εκπαίδευσης και τον τρόπο που πραγματοποιούνται οι κοινωνικές
αλληλεπιδράσεις μέσα στο σχολείο.
Η προσέγγιση αυτή ενσωμάτωσε εννοιολογικά σχήματα και δομές ανάλυσης και των
άλλων κοινωνικών επιστημών με κοινά στοιχεία όπως:
- την αντίθεση στον φονξιοναλισμό
- την αντίληψη ότι τα άτομα είναι οι δημιουργοί της σημασίας των
φαινομένων
- την έμφαση στις παραδοχές που διαγράφουν το κοινωνικό πλαίσιο
- την υιοθέτηση ερμηνευτικών μεθόδων.
Κατά τον Bernstein η κατανομή της εξουσίας και οι «αρχές κοινωνικού
ελέγχου» αντανακλώνται στον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία «επιλέγει,
ταξινομεί, κατανέμει, μεταδίδει και αξιολογεί την εκπαιδευτική γνώση που
θεωρεί δημόσια». Θεωρεί την εκπαίδευση, άρα και τη φυσική αγωγή - αθλητισμός
ως στοιχεία της, μηχανισμό που είναι αποτελεσματικός στο να ρυθμίζει την
ταξική βάση των κοινωνικών σχέσεων. Παράλληλα πιστεύει ότι η νοοτροπία έχει
ήδη διαμορφωθεί στη βάση της από το περιβάλλον της οικογένειας. Το σχολείο
επομένως, με το αναλυτικό πρόγραμμα μπορεί να επιτείνει τις αξίες και την
κατάλληλη νοοτροπία, αυτό όμως δε σημαίνει εσωτερίκευση και σύνθεση
συγκεκριμένων προσωπικοτήτων.
Το εκπαιδευτικό σύστημα, ως σύνολο αλλά και τα επιμέρους στοιχεία του,
στηρίζει και δημιουργεί την κοινωνική αναπαραγωγή. Οι μηχανισμοί που
παράγουν αυτό το αποτέλεσμα καλύπτονται κάτω από την κυρίαρχη ιδεολογία της
εκπαίδευσης, που παρουσιάζει το σχολείο ως ένα ουδέτερο περιβάλλον.
Η κριτική που διατυπώθηκε προς τη «νέα» κοινωνιολογία της εκπαίδευσης είναι
ότι αγνόησε το κοινωνικό πλαίσιο όπου πραγματοποιούνται οι κοινωνικές
σχέσεις καθώς και ότι η έμφαση «στον άνθρωπο ως δημιουργό» δεν παίρνει, όσο
θα έπρεπε, υπόψη τα εμπόδια που το ευρύτερο πλαίσιο δημιουργεί στη ζωή των
δρώντων προσώπων και προκαθορίζει το τι είναι διαπραγματεύσιμο».
Από τις προαναφερθείσες θεωρητικές προσεγγίσεις για την ανάλυση του ρόλου
της εκπαίδευσης - άρα και των στοιχείων της - και των σχέσεών της με την
κοινωνική πραγματικότητα, διαφαίνονται πως υπάρχουν διαφορετικές τάσεις. Οι
θεωρητικές και ερευνητικές προσεγγίσεις των σχέσεων της εκπαιδευτικής
διαδικασίας με το κράτος και τους φορείς του πραγματοποιείται σε σχέση με:
- την κυρίαρχη ιδεολογία
- τις ομάδες κύρους και εξουσίας
- την κουλτούρα.
Μια άλλη τάση εξετάζει αυτές τις σχέσεις σε συνάφεια με τις εκπαιδευτικές
εξελίξεις και το συναγωνισμό των ομάδων κύρους και εξουσίας που έχουν κοινά
πολιτισμικά πρότυπα.
Στα σχολεία παράγονται, και όχι μόνο αναπαράγονται, τα πολιτισμικά πρότυπα
και η ιδεολογία της κοινωνικής αναπαραγωγής, της πολιτισμικής αναπαραγωγής
και της πολιτισμικής παραγωγής.
Τα σχολεία αποτελούν ειδικά πλαίσια που εντάσσονται μέσα στη γενική
κοινωνική δομή. Αναπαράγουν το εκπαιδευτικό σύστημα και παράγουν αντιφάσεις,
καθώς οι κοινωνικές ανισότητες μπορεί να δημιουργηθούν στο χώρο του σχολείου
και όχι απλώς να αναπαραχθούν.
Η εκπαίδευση, ως οργανωμένη, συνειδητή και «κατά σχέδιο» προσφερόμενη μορφή
παιδείας, είναι κοινωνικός θεσμός πολύπλοκος και σημαντικός ως προς τους
σκοπούς, τα μέσα και τα αποτελέσματα ορατά ή αόρατα, άμεσα και έμμεσα.
Κοινωνικά, ως έκδηλος στόχος της εκπαίδευσης ορίζεται η προετοιμασία των
νεαρών ατόμων μελών για ορισμένους κοινωνικούς, πολιτικούς, επαγγελματικούς
κλπ. ρόλους, οι οποίοι αναγνωρίζονται ως αποδεκτοί από το κοινωνικό σύνολο.
Πιο συγκεκριμένα, κύριος στόχος της εκπαίδευσης είναι η μετάδοση των
πολιτισμικών στοιχείων και γνώσεων που επιτρέπουν στα άτομα να οργανώνουν
τις προσδοκίες τους και να προσανατολίζουν τις ενέργειές τους σε κοινωνικά
αποδεκτούς σκοπούς.
Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι η εκπαίδευση αποδίδει στα άτομα ένα
κοινωνικό status που είναι άμεσα συνδεδεμένο με το κοινωνικό γόητρο, αφού
ρυθμίζει τη συμμετοχή σε άλλα αγαθά και προσδιορίζει τον βαθμό κινητικότητας
στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Επί πλέον, η εκπαίδευση επιδρά στις
συμπεριφορές των ατόμων με τέτοιο τρόπο ώστε να παρατηρούνται αλυσιδωτές
αντιδράσεις, τόσο στο εσωτερικό της εκπαιδευτικής δομής, όσο και της
εκπαίδευσης στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Η φυσική αγωγή – αθλητισμός στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση
συμβάλλει κυρίως στη σωματική ανάπτυξη των μαθητών, στην ψυχική και
πνευματική τους καλλιέργεια και στην αρμονική ένταξη τους στην κοινωνία.
Βασικός αλλά μη εμφανής στόχος είναι στην ουσία η κοινωνική άσκηση, η
«άθληση στο πλαίσιο της κοινωνίας». Ο αθλητισμός, με την ευρεία έννοια του
όρου, είναι κάθε συνειδητή κινητική δραστηριότητα, η οποία αποβλέπει στην
ψυχαγωγία ή και στην αγωνιστική επικράτηση. Επομένως, η άθληση στο πλαίσιο
της κοινωνίας ωθεί στην κοινωνική ένταξη και ενσωμάτωση. Είναι η κάθε μορφής
φυσική και πνευματική δραστηριότητα που προϋποθέτει μεθοδική προετοιμασία.
Εφαρμογή συγκεκριμένων κανόνων, πειθαρχία που έχει ως βάση το συναγωνιστικό
και ανταγωνιστικό στοιχείο για την επίτευξη της μέγιστης δυνατής επίδοσης.
Αθλητισμός, σύμφωνα με το ολυμπιακό ιδεώδες, είναι η φιλοσοφία με βάση την
οποία ένα άτομο προσπαθεί να ισορροπήσει τη συνολική του ανάπτυξη με τη
σωματική του δραστηριότητα. Συμβάλλει στην ανάπτυξη και βελτίωση των
ψυχοσωματικών δυνάμεων του ανθρώπου, στην εξύψωση του ήθους του, στη
διαπαιδαγώγηση και ψυχοσωματική ολοκλήρωσή του, στην πρόληψη αλλά και
θεραπεία παθολογικών καταστάσεων.
Στην
περίπτωση της φυσικής αγωγής η κινητική δραστηριότητα πραγματοποιείται με τη
συμμετοχή των παιδιών και εφήβων σε κινητικά παιγνίδια, γυμναστικές
ασκήσεις, φυσιολατρικές δραστηριότητες και σε κάθε μορφή αθλητικής
αγωνιστικής προσπάθειας. Η πολυμορφικότητα των εκφράσεων καθώς και η
πολλαπλότητα των στόχων του αθλητισμού, οι οποίες τον ορίζουν, τον
διακρίνουν σε δύο κύριες μορφές:
α. στον μαζικό αθλητισμό
β. στον αγωνιστικό αθλητισμό.
Η διαφορετική σημασιολογική ερμηνεία εκφράζει και την διαφορετική
αντίληψη περί ανθρώπινου σώματος – υπόστασης που επικρατούσε στην εκάστοτε
χρονική περίοδο.
Η παράδοση του δυτικού ορθολογισμού υπαγόρευε το διαχωρισμό μεταξύ σώματος
και πνεύματος. Η διχοτομία αυτή υπαινισσόταν το πρωτείο του πνεύματος,
αποδίδοντας στο πνεύμα το χώρο του «πολιτισμού», ενώ στο σώμα και τις
λειτουργίες του τον χώρο της «φύσης» και τη δικαιοδοσία των φυσικών
επιστημών, με αποτέλεσμα το σώμα να εμφανίζεται στερημένο από κάθε κοινωνική
σημασία και ιστορικότητα.
Στο πλαίσιο της δυαδικής δομής που καθόριζε το σύστημα αξιών της δυτικής
σκέψης, η φυσική αγωγή και o αθλητισμός ερμηνεύονται ως μια ασήμαντη
δραστηριότητα για τον ελεύθερο χρόνο. Θεωρούνται προσανατολισμένα στην
ευχαρίστηση που είναι αντίθετη προς την πνευματική δημιουργία και χωρίς
οικονομική αξία, ως «φυσικό» αποτέλεσμα της προϊούσας εκβιομηχάνισης.
Το 1971 ο Weber διαπίστωνε ότι «η παράξενη καχυποψία, έως και αντιπάθεια,
που δείχνουν ακόμη και τώρα οι άνθρωποι των γραμμάτων και της σπουδής για
την έρευνα των πιο ταπεινών εκδηλώσεων της σωματικής δραστηριότητας αξίζει
από μόνη της μια ξεχωριστή μελέτη».
Οι έρευνες ως προς την κοινωνική - ιστορική ερμηνεία του αθλητισμού και της
φυσικής αγωγής δημιουργήθηκαν στη δεκαετία του 1970, καθώς όπως αναφέρει ο
Weber, «οι πρόοδοι στη σφαίρα των κοινωνικών επιστημών είναι ουσιωδώς
συνδεδεμένες με τις αλλαγές σε ζητήματα πολιτιστικής πρακτικής».
Το κοινωνιολογικό ενδιαφέρον για τη φυσική αγωγή και τον αθλητισμό
προηγήθηκε της ιστορικής έρευνας, λόγω της μαζικότητας και της
εμπορευματοποίησης της άθλησης και της αύξουσας παρουσίας της στην σύγχρονη
κοινωνία. Η ανάλυση της οργανωμένης σωματικής δραστηριότητας εντάχθηκε στα
ευρύτερα κοινωνιολογικά ρεύματα των θεωριών του εκσυγχρονισμού. Η
κοινωνιολογική ιστορική έρευνα προσεγγίζει την αθλητική δραστηριότητα όχι
μόνο ως μία σωματική δραστηριότητα αλλά ως μία κοινωνική διαδικασία μέσω της
οποίας παράγονται πολιτισμικά προϊόντα.
 |