Αντώνης Κυπριωτάκης, Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης
Η επιστημονική γνώση και εξέλιξη, οι σύγχρονες παιδαγωγικές και
ψυχολογικές αντιλήψεις, τα επιτεύγματα στους τομείς της Ιατρικής και της
Βιολογίας, η καθημερινή πραγματικότητα, η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας, το
δικαίωμα της διαφοράς και ο εκδημοκρατισμός του σχολείου επιβάλλουν
επιτακτική την ανάγκη αναθεώρησης των αντιλήψεων αγωγής, εκπαίδευσης και
κοινωνικής ενσωμάτωσης των Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες. Μάλιστα, όταν γίνεται
λόγος για νέες αντιλήψεις εννοούμε τη μάθηση που αποκτήσαμε τα τελευταία
χρόνια και που επηρεάζει τη σκέψη, το συναίσθημα, τις στάσεις, τις
προσδοκίες, τις πράξεις, τη συμπεριφορά και τις υποχρεώσεις μας.
Η Ειδική Αγωγή, αν και αποτελεί νέο θεσμό στα εκπαιδευτικά συστήματα των
χωρών, πέρασε με γοργό ρυθμό την τελευταία εικοσαετία διάφορα στάδια
εξέλιξης. Η ανταλλαγή προγραμμάτων και εμπειριών ανάμεσα στις διάφορες χώρες
συνέβαλαν ουσιαστικά στη βελτίωση της εκπαίδευσης των Ατόμων με Ειδικές
Ανάγκες και στην παρουσία ευνοϊκών προοπτικών για την κοινωνική ενσωμάτωση
και την επαγγελματική αποκατάστασή τους.
Στο μεταξύ τα τελευταία χρόνια οργανώνονται σχετικά συνέδρια σε τοπικό,
εθνικό και διεθνές επίπεδο, γίνονται συζητήσεις, ανταλλάσσονται απόψεις και
εμπειρίες, καταγράφονται τα αποτελέσματα πρακτικών αντιμετώπισης και
εφαρμογής υποστηρικτικών προγραμμάτων και παρεμβάσεων με στόχο τη σωστή
αντιμετώπιση του προβλήματος και την πλατιά ενημέρωση του κοινού σε θέματα
πρόληψης - αντιμετώπισης και αγωγής, αλλά και σε θέματα δικαιωμάτων των
Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες.
Στις χώρες της Ευρώπης, αλλά και διεθνώς, ως σύγχρονες βασικές αρχές της
Ειδικής Αγωγής, αναγνωρίζονται:
Έγκυρη και πρώιμη διάγνωση και πρώιμη υποστηρικτική παρέμβαση
Η έρευνα έδειξε ότι η πρώιμη υποστηρικτική παρέμβαση - θεραπεία αποτελεί
αναγκαιότητα και προϋπόθεση για επιτυχή Ειδική Αγωγή.
Η πρώτη παιδική ηλικία αποτελεί την πιο κρίσιμη φάση εξέλιξης για όλα τα
παιδιά, πολύ περισσότερο όμως για τα παιδιά με Ειδικές Ανάγκες. Τα παιδιά
αυτά, εξαιτίας των μειονεκτημάτων και των ανεπαρκειών τους που αποτελούν
ουσιαστικά εμπόδια στην εξέλιξή τους, χρειάζονται επιπρόσθετα υποστηρικτική
βοήθεια, καθόσον η περαιτέρο πορεία εξέλιξής τους εξαρτάται και καθορίζεται
αποκλειστικά από το χρόνο έναρξης της παρέμβασης, την ποιότητα, την ποσότητα
και την ποικιλία των ερεθισμάτων που δέχονται τα παιδιά κατά την περίοδο
αυτή.
Με βάση τις υπάρχουσες έρευνες, γνωρίζουμε ότι σε όλες τις περιπτώσεις
των Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες η πρώιμη υποστηρικτική παρέμβαση μπορεί να
οδηγήσει σε θεαματικά αποτελέσματα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πρόκειται
για χαρακτηριστική και κρίσιμη φάση εξέλιξης με κύριο γνώρισμα την
πλαστικότητα του εγκεφάλου και την ικανότητα αναπλήρωσης από άλλα κέντρα
λειτουργιών κέντρων του εγκεφάλου που έχουν υποστεί βλάβη. Η περίοδος από τη
γέννηση μέχρι την ηλικία των δύο ετών είναι η πιο σημαντική για κάθε
άνθρωπο, γιατί τότε διαμορφώνεται η ανατομική και λειτουργική ικανότητα του
εγκεφάλου. Πρόκειται για χρονική περίοδο ανάπτυξης που χαρακτηρίζεται ως η
πλέον ευαίσθητη φάση εξέλιξης, εξαιτίας της μεγάλης πλαστικότητας του
εγκεφάλου που παρατηρείται κατά την περίοδο αυτή. Είναι σήμερα γνωστό, ότι
οι εξωτερικές επιδράσεις των πρώτων εβδομάδων ή και μηνών μετά τη γέννηση
καθορίζουν τη λειτουργία του εγκεφάλου.
Η πρώιμη παρέμβαση - υποστήριξη είναι απαραίτητη και αποτελεσματική
καθόσον ο εγκέφαλος κατά το πρώτο έτος έχει ακόμη δυνατότητες για
αναδιοργάνωση και αναπλήρωση.
Η εξέλιξη στο χώρο της πρώιμης παρέμβασης χαρακτηρίζεται σήμερα από
ευρύτητα, αισιοδοξία και έφεση για έγκαιρη προσφορά βοήθειας και στήριξης
στα Άτομα με Ειδικές Ανάγκες, στις "κρίσιμες" περιόδους ανάπτυξής τους. Οι
πρωτοβουλίες ξεκίνησαν από τις περιοχές της Ιατρικής, της Ψυχολογίας και της
Παιδαγωγικής με μια τάση και ετοιμότητα που αυξάνεται για διεπιστημονική
σκέψη και συστηματικό τρόπο θεώρησης και αντιμετώπισης των προβλημάτων
αγωγής και εκπαίδευσης των Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες. Πρόκειται για μια
ιστορική φάση στην εξέλιξη της εκπαίδευσης. Να φτιάξουμε έναν καλύτερο
κόσμο, ένα καλύτερο και ειρηνικό μέλλον για τα παιδιά, σ’ έναν κοινό κόσμο
για όλους τους ανθρώπους λευκούς ή μαύρους, όμορφους ή άσχημους "κανονικούς"
ή "ειδικούς". Αποτέλεσμα όλων αυτών αποτελεί η καλυτέρευση των δυνατοτήτων
εξέλιξης των Ειδικών Ατόμων και των Ατόμων που βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο.
Με την πρώιμη υποστηρικτική παρέμβαση προσπαθούμε να καταστήσουμε το
άτομο ικανό για να μπορεί να αποκτά γνώσεις και δεξιότητες, ώστε να
ενσωματωθεί κοινωνικά, να ενεργεί αυτόνομα και να είναι σε θέση να
αντιμετωπίζει, όσο γίνεται πιο πολύ, μόνο του τη ζωή (αυτοβοήθεια).
Πιο συγκεκριμένα με την πρώιμη υποστηρικτική παρέμβαση αποβλέπουμε:
- στην πρόληψη δευτερογενών διαταραχών και ανεπαρκειών,
- στη δημιουργία ευνοϊκών προϋποθέσεων εξέλιξης κατά τις "κρίσιμες"
φάσεις της ζωής του παιδιού,
- στην προσφορά βοήθειας στην οικογένεια για να γνωρίσει και να αποδεχθεί
το παιδί,
- στην προσφορά βοήθειας στους γονείς και στα πρόσωπα προσκόλλησης, ώστε
να μπορούν να ασκήσουν σωστά και σκόπιμα το ρόλο τους δίπλα σ’ ένα παιδί με
ειδικές ανάγκες,
- στην προσπάθεια πρώιμης ενσωμάτωσης του παιδιού στην οικογένεια, στο
νηπιαγωγείο και το σχολείο, ώστε να μην υπάρξουν κενά και περιθώρια για
διαφοροποίηση και κοινωνική απομόνωση. Η πρώιμη υποστηρικτική παρέμβαση
διευκολύνει τη μετάβαση από το σπίτι στο νηπιαγωγείο, στο σχολείο, στο
επάγγελμα και οδηγεί στην κοινωνική ενσωμάτωση που είναι και ο απώτερος
στόχος της αγωγής.
Για τους λόγους αυτούς το κέντρο βάρους της Εδικής Αγωγής μετατίθεται
σήμερα από τη σχολική στην προσχολική και μάλιστα στην πρώτη παιδική ηλικία
(πρώτο και δεύτερο έτος).
Η συμβουλευτική των γονιών, η εμπλοκή τους στις θεραπευτικές
διαδικασίες και ο ρόλος τους ως "συν-παιδαγωγοί"
Η οικογένεια πρέπει να βοηθήσει, ώστε να παίξει κεντρικό ρόλο, ιδιαίτερα
κατά την περίοδο της πρώιμης υποστηρικτικής παρέμβασης. Στο πλαίσιο της
έγκαιρης παρέμβασης η συμβουλευτική των γονιών αποκτά κεντρική σημασία.
Η συμβουλευτική προς τους γονείς ξεκινά από τη φάση της επεξεργασίας του
προβλήματος που βρίσκονται. Πρώτος στόχος της συμβουλευτικής είναι να
βοηθήσει τους γονείς όσο πιο γρήγορα γίνεται να δουν αντικειμενικά το
πρόβλημα, να το αποδεχθούν, να το συνειδητοποιήσουν και να προετοιμαστούν
επιπρόσθετα να ασκήσουν το ρόλο του γονιού ενός παιδιού με ειδικές ανάγκες.
Γιατί η έγκαιρη παρέμβαση στο βρέφος και στο νήπιο εξαρτάται από τον τρόπο
βίωσης, αντίληψης και επεξεργασίας του προβλήματος από τους γονείς.
Ύστερα από την ψυχολογική υποστήριξη και τη γενική ενημέρωση επιβάλλεται
η μύηση των μελών της οικογένειας, οπωσδήποτε των γονιών, στις
υποστηρικτικές τεχνικές αντιμετώπισης των συγκεκριμένων ανεπαρκειών και η
συμμετοχή τους σε προγράμματα υποστήριξης και θεραπείας του παιδιού τους. Η
συμμετοχή της οικογένειας στις διαδικασίες θεραπείας συντελεί αποφασιστικά
στη βελτίωση, συχνά στην αποκατάσταση της ανεπάρκειας.
Κοινωνική και σχολική ένταξη και ενσωμάτωση
Η κοινωνική ενσωμάτωση αποτελεί μακρόχρονη διαδικασία και επιτυγχάνεται
με το συγχρωτισμό και την αλληλεπίδραση. Δεν αποτελεί μονομερή διαδικασία
όπου τα Άτομα με Ειδικές Ανάγκες εντάσσονται σε μια ομάδα και σταδιακά
ενσωματώνονται "αυτονόητα". Ενσωμάτωση δεν σημαίνει υποταγή επιμέρους ατόμων
ή ομάδων σε υπάρχουσες δομές. Ενσωμάτωση σημαίνει αμοιβαίες διαδικασίες,
αλληλοκατανόηση, αλληλεπίδραση και γίνεται αντιληπτή με την κοινωνικοποίηση.
Πρόκειται για μια προοδευτική διαδικασία του ενός να έχει το δικαίωμα να
είναι διαφορετικός και να γίνεται αποδεκτός παρά τη διαφορετικότητα και τις
ανεπάρκειες του, του άλλου να τον "καταλαβαίνει" και να τον αποδέχεται όπως
είναι και μαζί να μαθαίνουν, να αναπτύσσονται και να συμβιούν. Είναι
διαδικασία που πρέπει να ξεκινά και να στηρίζεται με τη γέννηση. Για το λόγο
αυτό μέσα στο πλαίσιο της πρώιμης παρέμβασης τοποθετείται και η
υποστηρικτική βοήθεια προς τους γονείς και το παιδί, ώστε να επιτευχθεί
καταρχήν η ενσωμάτωση του στην οικογένεια. Η αποδοχή του ειδικού παιδιού από
τα μέλη της οικογένειάς του, ιδιαίτερα αποδοχή από τους γονείς, επηρεάζουν
και συχνά καθορίζουν τις διαδικασίες ενσωμάτωσης.
Η ενσωμάτωση συνεχίζεται και ολοκληρώνεται με την κοινή ζωή στην ομάδα,
σ’ ένα νηπιαγωγείο και σ’ ένα σχολείο κοινά για όλα τα παιδιά. Η κοινή ζωή
και ο καθημερινός συγχρωτισμός δεν αφήνει περιθώρια για την ανάπτυξη
προκαταλήψεων και διακρίσεων.
Στο σχολείο, παράλληλα με τις σχολικές δραστηριότητες, τα παιδιά
μαθαίνουν να δέχονται το ένα το άλλο, όπως ακριβώς είναι. Στην προκειμένη
περίπτωση είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος του νηπιαγωγείου. Στο νηπιαγωγείο το
κανονικό παιδί θα γνωρίσει το ειδικό παιδί με τις δυσκολίες και τα
προβλήματά του. Εκεί αναδεικνύεται το επίπεδο ευαισθητοποίησης, αποδοχής και
αλληλοκατανόησης, με αποτέλεσμα να μην έχει θέση η διάκριση ανάμεσα σε
κανονικά και ειδικά. Η κοινή ζωή στο νηπιαγωγείο αποτελεί τη βασική
προϋπόθεση για την επιτυχία της συνεκπαίδευσης "ειδικών" και "κανονικών"
παιδιών. Η ενσωμάτωση έχει ήδη επιτευχθεί, αφού δεν προϋπήρξε διαχωρισμός
και διάκριση.
Η κοινή αγωγή και εκπαίδευση των παιδιών με κοινές παιδαγωγικές,
κοινωνικές, πολιτιστικές και πολιτικές δραστηριότητες έχουν σαν στόχο την
καλύτερη κοινωνική ενσωμάτωση των ομάδων που βρίσκονται στο περιθώριο, όπως
είναι τα παιδιά με ανεπάρκειες ή διαταραχές, τα παιδιά χαμηλών κοινωνικών
στρωμάτων, τα παιδιά των αλλοδαπών και άλλα παιδιά που χαρακτηρίζονται σαν
παιδιά υψηλού κινδύνου. Το σχολείο προσφέρει με το συγχρωτισμό φυσικούς
τρόπους επικοινωνίας, αλληλεπίδρασης και κίνητρα για κοινωνικές μαθήσεις και
συμβάλλει με την ένταξη και ενσωμάτωση σε αυτό όλων των παιδιών σε μια
πλειόμορφη κοινωνία, όπου η διαφορά σαν γνώρισμα αποτελεί στοιχείο
"κανονικότητας".
Επαγγελματική στήριξη και ενσωμάτωση
Το πρόβλημα της κοινωνικής και επαγγελματικής ενσωμάτωσης διευκολύνεται
και αντιμετωπίζεται ευχερέστερα μόνο ύστερα από μια σχολική ένταξη και
ενσωμάτωση. Η αδυναμία και η κακή προσαρμογή στο σχολείο αποτελούν εμπόδια,
αδυναμίες και ελλείψεις προσαρμογής στην κοινωνία και στην εργασία. Χωρίς
αμφιβολία, η κοινωνική και επαγγελματική ενσωμάτωση περνούν μέσα από τη
σωστή σχολική ενσωμάτωση. Πρόκειται δηλαδή για μια μακρόχρονη διαδικασία που
πρέπει να ξεκινά αμέσως μετά τη διαπίστωση της ανεπάρκειας.
Η εργασία με τον προστατευτικό - θεραπευτικό χαρακτήρα της προσφέρει στο
Άτομο με Ειδικές Ανάγκες έναν εργασιακό ρόλο μέσα σε μια κοινωνία επιδόσεων
και το προφυλάσσει με το λειτουργικό και ενσωματικό χαρακτήρα της. Ο ρόλος
του Ειδικού Ατόμου, ως εργαζομένου, του δίνει μια θέση επίδοσης και αξιών
στην κοινωνική ιεραρχία.
Ύστερα από πολλές ταλαντεύσεις, παλινδρομήσεις και πειραματισμούς, σήμερα
εκδηλώνεται έντονο ενδιαφέρον για κοινωνική και επαγγελματική ενσωμάτωση των
Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες. Για το λόγο αυτό καταβάλλονται προσπάθειες για
καλύτερη αγωγή και εκπαίδευση ποιοτικά και ποσοτικά, καθώς και για
προετοιμασία (προ-επαγγελματική και επαγγελματική) και τη δημιουργία
προϋποθέσεων εργασίας και νέων θέσεων εργασίας για τα άτομα αυτά. Σήμερα
έχει πια αναγνωριστεί και είναι σαφές, ότι τα Άτομα με Ειδικές Ανάγκες έχουν
δικαίωμα ίσης και ισότιμης συμμετοχής σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Και για να ανταποκριθούν σ’ αυτό χρειάζονται αντίστοιχη στήριξη και
μεταχείριση.
18/08/2004
Αντώνης Κυπριωτάκης, Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης