|
ΠΡΩΤΕΡΓΑΤΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ
|
[ Ι.Φωκιανός ]
[ Ι.Χρυσάφης ]
[ Δ.Βικέλας ]
[ Κ.Μάνος ]
[ Σ. Λάμπρος ]
Κωνσταντίνος Μάνος
Ο Κωνσταντίνος Μάνος γεννήθηκε το 1869 στην Αθήνα
και καταγόταν από επιφανή οικογένεια στρατιωτικών
από το Φανάρι. Ο πατέρας του Θρασύβουλος εγκαταστάθηκε
στην Αθήνα το 1835 και φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων.
Το 1866 συμμετείχε ως εθελοντής στην επανάσταση
της Κρήτης. Στα μέσα της δεκαετίας του 1890 ήταν
υποστράτηγος, διοικητής της Σχολής Ευελπίδων και
μέλος της μυστικής οργάνωσης Εθνική Εταιρεία, ιδρυτικό
μέλος της οποίας ήταν ο άλλος του γιος, ο Πέτρος,
που ήταν κι αυτός αξιωματικός. Ταυτόχρονα, ο Θρασύβουλος
Μάνος υπήρξε ένα από τα μέλη της Επιτροπής για την
προετοιμασία των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων,
δηλαδή της πρώτης ελληνικής Επιτροπής Ολυμπιακών
Αγώνων (ΕΟΑ). Μέλος της ίδιας επιτροπής ήταν και
ο Κωνσταντίνος Μάνος.
Η ενασχόληση του Κωνσταντίνου Μάνου με τον αθλητισμό
ξεκίνησε στα χρόνια των σπουδών του (πολιτικές επιστήμες,
φιλοσοφία, φιλολογία) σε πανεπιστήμια με οργανωμένη
αθλητική δραστηριότητα, όπως η Οξφόρδη. Αν και διέμενε
στην Ευρώπη, φαίνεται ότι μετείχε στις διεργασίες
διαμόρφωσης των ελληνικών αθλητικών θεσμών. Είναι
χαρακτηριστικό ότι έγραψε τους στίχους για τον ύμνο
του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου (Π.Γ.Σ.), που
παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στους αγώνες τους οποίους
διοργάνωσε ο Πανελλήνιος το 1893. Τη μουσική έγραψε
ο μετέπειτα συνθέτης και του Ολυμπιακού Ύμνου, ο
Σπύρος Σαμάρας. Την εποχή εκείνη ο Μάνος συγκαταλεγόταν
στους δημοφιλείς ποιητές της αθηναϊκής κοινωνίας,
καθώς η ποιητική συλλογή που εξέδωσε το 1890 με
τίτλο Λόγια της Καρδιάς απέσπασε βραβεία και πολύ
ευμενείς κριτικές. Στα μέσα της δεκαετίας του 1890
ο Κωνσταντίνος Μάνος εγκατέλειψε την εργασία του
ως δάσκαλος ελληνικών της αυτοκράτειρας της Αυστροουγγαρίας
Ελισάβετ, προτείνοντας ως αντικαταστάτη του τον
Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα.
Αιτία της επιστροφής του ήταν η διοργάνωση των Ολυμπιακών
Αγώνων και η συμμετοχή του στην οργανωτική επιτροπή
των πρώτων Αγώνων του 1896. Πραγματοποίησε ταξίδια
σε ευρωπαϊκές χώρες, και κυρίως στην Αγγλία, ώστε
να ενημερωθεί σχετικά με την οργάνωση των αθλητικών
αγώνων. Στη διάρκεια των "εκπαιδευτικών" ταξιδιών
του είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει τις διαφορές
στα συστήματα προπόνησης, τα αθλήματα κτλ. σε σχέση
με τις επικρατούσες αντιλήψεις στην Ελλάδα. Έτσι,
με την επιστροφή του έγινε θιασώτης του εκσυγχρονισμού
του ελληνικού αθλητισμού που για το Μάνο σήμαινε
τον εξοβελισμό της γυμναστικής από την προπόνηση
των αγωνισμάτων στίβου, καθώς και την εξειδίκευση
των αθλητών σε συγκεκριμένα αγωνίσματα, ώστε να
βελτιώνουν τις επιδόσεις τους και συνακόλουθα τις
δυνατότητές τους για τη νίκη. Μάλιστα, τις ιδέες
του αυτές δοκίμασε να τις εφαρμόσει ιδρύοντας τον
Αθηναϊκό Αθλητικό Όμιλο το 1895. Ο σύλλογος διαλύθηκε
αμέσως μετά τους Αγώνες και ο Μάνος βρέθηκε στην
Κρήτη πολεμώντας ως εθελοντής για την ένωση της
Κρήτης με την Ελλάδα.
Η θέση του στην Οργανωτική Επιτροπή των Αγώνων και
κυρίως η δύναμη που είχε αποκτήσει με την ανάληψη
της ευθύνης για τα τεχνικά ζητήματα (αθλήματα, στίβος
κτλ.) του επέτρεψαν να προτείνει σειρά βελτιωτικών
προτάσεων, όπως η πρόσληψη ειδικού για την κατασκευή
του στίβου του Παναθηναϊκού Σταδίου. Μάλιστα, προσλήφθηκε
ο Charles Perry που εκτός από ειδικευμένος μηχανικός
ήταν χρονομέτρης και ερασιτέχνης προπονητής στίβου.
Ήταν μάλιστα ο επίσημος χρονομέτρης των Αγώνων του
1896, ενώ βοήθησε και στην προετοιμασία των αθλητών
του Αθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου για τους Αγώνες.
Ταυτόχρονα, συνέγραψε ένα από τα πρώτα αθλητικά
εγχειρίδια στα ελληνικά, με τον τίτλο Πρόχειρος
Οδηγός προς Παρασκευήν Αθλητών (1894), το οποίο
είναι μετάφραση αποσπασμάτων από γαλλικό βιβλίο.
Οι αντιλήψεις του Μάνου και οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι
που άσκησε στην κρίσιμη για τον ελληνικό αθλητισμό
τριετία 1894-1896 τον έφεραν σε αντιπαράθεση με
τον Ιωάννη Φωκιανό και τον Ιωάννη Χρυσάφη. Η δημόσια
αντιπαράθεση των τριών μέσα από αρθρογραφία σε εφημερίδες
της εποχής αναδεικνύει δύο διαφορετικές αντιλήψεις:
από τη μία πλευρά (Μάνος) αγωνίσματα στίβου, εξειδικευμένη
προπόνηση δίχως γυμναστικές ασκήσεις, καταγραφή
των επιδόσεων και συστηματική προπόνηση με στόχο
τη νίκη και από την άλλη (Χρυσάφης, Φωκιανός) προτεραιότητα
στην ψυχοσωματική διάσταση του αθλητισμού, στα γυμναστικά
αγωνίσματα και στις ασκήσεις, αδιαφορία για την
καταγραφή και τη βελτίωση των επιδόσεων.
Η αντιπαράθεση αυτή διακόπηκε αμέσως μετά τους Αγώνες
του 1896. Την εποχή εκείνη η περίφημη Εθνική Εταιρεία,
στα μέλη της οποίας συγκαταλέγονταν ο αδελφός του
Πέτρος και ο πατέρας του Θρασύβουλος, προπαρασκεύαζε
ένοπλες εξεγέρσεις στη Μακεδονία και την Ήπειρο,
πίεζε την ελληνική κυβέρνηση να κηρύξει πόλεμο και
ταυτόχρονα διατηρούσε επικοινωνία με επαναστατικούς
πυρήνες στην Κρήτη. Εκεί βρέθηκε και ο Κωνσταντίνος
Μάνος, πολεμώντας σε αρκετές μάχες. Την ίδια εποχή
ο πατέρας του τέθηκε επικεφαλής του στρατού της
Ηπείρου, κατά τον "ατυχή" ελληνο-οθωμανικό πόλεμο
του 1897. Την ίδια χρονιά εκδόθηκε ένα ακόμη δικό
του βιβλίο. Τη φορά αυτή δεν ήταν ούτε ποίηση ούτε
αθλητικό εγχειρίδιο, αλλά ένα Σχεδίασμα της Γραμματικής
της Κοινής Δημοτικής. Ο Μάνος ήταν μαζί με τον Ψυχάρη
από τους επιφανέστερους δημοτικιστές και τις αντιλήψεις
του αυτές τις υποστήριξε και αργότερα ως βουλευτής.
Η επανάσταση στην Κρήτη οδήγησε στην αυτονομία του
νησιού (1897). Το 1901 ο Μάνος διορίστηκε δήμαρχος
Χανίων. Ταυτόχρονα εκλέχτηκε μέλος της αναδιοργανωμένης
ΕΟΑ, θέση στην οποία παρέμεινε τυπικά έως το 1904,
οπότε αντικαταστάθηκε εξαιτίας της απουσίας του
από τις συνεδριάσεις. Μετά τη δεύτερη δημαρχία του
στα Χανιά (1903) έφυγε από την Κρήτη και πήγε στη
Μακεδονία αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του "ακήρυχτου
πολέμου" στη Δυτική Μακεδονία με το όνομα Μιχαηλίδης.
Σε άλλη περιοχή της Μακεδονίας έδρασε και ο αδελφός
του Πέτρος, με το ψευδώνυμο καπετάν Βέργος. Ο Μάνος
συνελήφθη από τις οθωμανικές αρχές, αλλά ελευθερώθηκε
και επέστρεψε στην Κρήτη. Εκεί, το 1905, συγκρότησε
με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο Φούμη
την ηγεσία της επανάστασης του Θερίσου, που οδήγησε
στην ενσωμάτωση της Κρήτης στην επικράτεια του ελληνικού
κράτους. Το 1906 εκλέχτηκε βουλευτής Χανίων, το
1907 αναδείχτηκε πρόεδρος του "Μακεδονικού Κομιτάτου
Αθήνας" και το 1910 επανεξελέγη βουλευτής. Πολέμησε
εθελοντικά στους Βαλκανικούς Πολέμους, οργανώνοντας
δικό του εκστρατευτικό σώμα που βοήθησε ενεργά στην
κατάληψη της Πρέβεζας. Σκοτώθηκε το 1913 μετά από
πτώση αεροπλάνου που εκτελούσε πτήση παρατήρησης
των βουλγαρικών θέσεων στην περιοχή του Λαγκαδά.
(πηγή:Ιδρυμα
Μείζονος Ελληνισμού)
|